Από το Καρουσέλ του Τσε Γκεβάρα

Από το Καρουσέλ του Τσε Γκεβάρα
ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟ ΞΥΛΟ- Χάραμα —Το ξενυχτάδικο γυαλιά στον αέρα— Καρέκλες—Τραπέζια— Από λόγια βαριά —Μεθυσμένα—Βαριά σαν την πέτρα- Κανείς δεν τα ακούει ειπωμένα- Κανείς δεν ξέρει από ποιον— Σε ποιον προορισμένα-—Καμιά σημασία αυτό για κανέναν—Μπαίνουν όλοι στη μέση — Μπαίνουμε κι εσύ κι εγώ μεθυσμένοι— Ημασταν καιρό με μια αγάπη χαμένη—Ρίχνουμε ξύλο πολύ—Απελπισμένοι —Το ξενυχτάδικο γυαλιά στον αέρα —Από λόγια βαριά μεθυσμένα— Βαριά σαν την πέτρα— Κανείς δεν τα ακούει ειπωμένα—

17.2.23

Αλήτις Τσαλαχούρη/Τρικλοποδιά

Τρικλοποδιά-Από μια τρικλοποδιά-Που του βάζει Μανιοκατάθλιψη στην τραπεζαρία-Γιατί κλέβει γλυκό απ' των συνασθενών τα πιάτα-Και τους πίνει την πορτοκαλάδα-Εκείνος Άσπενγκερ-Που πήγε να κάψει για τρίτη φορά την οικογένειά του την ώρα που κοιμούνταν-Κι ήταν στην κλινική με εισαγγελική παραγγελία-Γίνεται αχώριστος με την Οριακή Διαταραχή-Που τον σηκώνει τρυφερά απ' το πάτωμα–Άσπρο σαν το πανί-Και ηρεμεί της Μανιοκατάθλιψης την καταιγίδα-Δίνοντάς της τη δική της τη μερίδα-Μετά όπου πηγαίνει αυτή κι αυτός μαζί-Στην αίθουσα ψυχαγωγίας-Τη θλιβερή-Στον κήπο-Στον προαυλισμό-Κάθε απόγευμα-Κάθε πρωί-Σε ομαδικές θεραπείες ζωγραφίζουν τεράστια τριαντάφυλλα-Για να συναντηθούν σε μια γιορτή στο Διάστημα-Που δεν υπάρχει κλινική-Αλλά ύλη σκοτεινή και χρόνου βάραθρα-Κυνηγούν τον ουρανό στων διαδρόμων τα παράθυρα-Κι αυτόν που μαζεύουν τον κρύβουν κάτω από μαξιλάρια-Κάθονται αμίλητοι με μια σιωπή σαν να ατενίζουν από βουνό μια χαραυγή-Που τη διακόπτουν μόνον των νοσοκόμων τα φάρμακα-Από μια τρικλοποδιά-Που του βάζει Μανιοκατάθλιψη στην τραπεζαρία-Γιατί κλέβει γλυκό απ' των συνασθενών τα πιάτα-Και τους πίνει την πορτοκαλάδα-Εκείνος Ασπενγκερ-Που πήγε να κάψει για τρίτη φορά την οικογένειά του την ώρα που κοιμούνταν-Κι ήταν στην κλινική με εισαγγελική παραγγελία-

26-Κωστας Καρυωτάκης-Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο- Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους. Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε. Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι ζήτημα ύψους. Σύμβολα ζωής υπερτέρας, ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα, λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα Αμάλθειο κέρας. (Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος, πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!) Ονειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου κατακορύφως. Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει. Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη, αγώνες για το ψωμί και το αλάτι, έρωτες, πλήξη. Α! πρέπει τώρα να φορέσω τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι. έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι, πολύ θ' αρέσω.

 



16.2.23

25. Τσαρλς Μπουκόφσκι-πώς είναι η κατάσταση- πρώτα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με την ανυπόφορη φτώχεια κι ύστερα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με τη μάταιη φήμη. κι αν δεν σπάσεις με κανένα από τα δύο υπάρχουν οι φυσιολογικές μέθοδοι όπως οι κοινές ασθένειες που ακολουθούνται από έναν ανεπιθύμητο θάνατο. οι περισσότεροι από μας ωστόσο σπάμε πολύ πριν απ' αυτό όπως ήταν κανονισμένο εξάλλου από σεισμό κατακλυσμό πείνα οργή αυτοκτονία απελπισία ή απλά από σοβαρό έγκαυμα στη μύτη την ώρα που ανάβεις το τσιγάρο σου.



 

'''Τα καινούρια ρούχα του βασιλιά''- Χανς Κρίστιαν Άντερσεν------Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς, που του άρεσε να φοράει κάθε μέρα καινούρια ρούχα και μάλιστα τόσο του άρεσε αυτό, ώστε ξόδευε όλα του τα λεφτά, για να τα αποκτά. Δεν του καιγότανε καρφί να φτιάξει στρατό, ή για θέατρα και λοιπά θεάματα, κι απολάμβανε μοναχά το να κυκλοφορεί με την άμαξά του και να επιδεικνύει την κάθε θαυμάσια νέα φορεσιά του στον κόσμο. Κι επειδή έβγαινε σε διάφορες στιγμές της ημέρας, είχε για κάθε ώρα, διαφορετική φορεσιά. Αν τυχόν τον γυρεύανε για κάτι, λέγανε οι αυλικοί του: «Τώρα ο βασιλιάς αλλάζει», όπως για άλλους βασιλείς λένε: «Ο βασιλιάς είναι σε σύσκεψη ή συμβούλιο». Η πρωτεύουσα που ζούσε, ήτανε πολυπληθέστατη και σημαντικός κόμβος, κι έτσι πάρα πολλοί ξένοι πηγαινοέρχονταν καθημερινά. Μια μέρα φτάσανε και δυο απατεώνες που διατείνονταν πως ήτανε ράφτες και πως έφτιαχναν όμορφα και πολυτελή υφάσματα. Όχι μόνο τα χρώματα και τα σχέδιά τους, λέγανε, είναι τα ωραιότερα που γίνονται, αλλά το ύφασμά τους έχει την περίεργη ιδιότητα να μη φαίνεται για κείνους μόνο τους ανθρώπους, που είναι ή εντελώς τρελοί ή εντελώς ανάξιοι στη κρίση τους κι άρα δεν αξίζουν την όποια θέση κατέχουν ήδη.«Αυτό το ύφασμα θα κάνει περίφημα ρούχα», είπε μέσα του ο βασιλιάς. «Όταν θα τα φοράω θα μπορώ αμέσως να καταλαβαίνω, ποιοι από τους συμβούλους ή τους αυλικούς μου είναι ικανοί και ποιοι ανάξιοι• θα καταλαβαίνω τον έξυπνο ή το βλάκα. Το δίχως άλλο πρέπει να μου φτιάξουν αμέσως καινούρια ρούχα από αυτό το ύφασμα». Φώναξε λοιπόν αμέσως τους απατεώνες και τους έδωσε μπόλικα χρήματα για να αρχίσουν να δουλεύουνε πάνω στο νέο ύφασμα. Αυτοί έστησαν αμέσως τάχα δύο αργαλειούς κι άρχισαν τη δουλειά. Ύφαιναν πυρετωδώς χωρίς όμως να υπάρχει ούτε στημόνι, ούτε υφάδι• ζήτησαν βέβαια μετάξι και χρυσά πλουμίδια υπέροχα για να στολίσου την ύφανση και τα ρούχα, αλλά στην πραγματικότητα τα κρύβανε στην αποθήκη τους και συνεχίζανε να προσποιούνται πως εργάζονταν, πάνω στα καινούρια ρούχα και μάλιστα από το πρωί ως το βράδυ.«Θα ‘θελα να ‘ξερα πως πάει το ύφασμα», είπε μέσα του ο ανυπόμονος βασιλιάς. Αμέσως μετά όμως θυμήθηκε πως οι ανάξιοι στην κάθε θέση που βρίσκονται δεν θα μπορούν να το δούνε, και φοβήθηκε• όχι βέβαια ότι φοβήθηκε για τον εαυτό του, αλλά προτίμησε τελικά να στείλει κάποιον άλλο να δει την πορεία και την πρόοδο της εργασίας. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης πλέον ήξεραν την ιδιότητα του υφάσματος κι είχαν μεγάλη περιέργεια να δουν και να διαπιστώσουν ποιος από τους φίλους τους ή ποιος ήτανε παλαβός κι ανάξιος. «Θα στείλω το γέροντα υπουργό μου», σκέφτεται ο βασιλιάς. «Είναι τίμιος, συνετός κι ο πιο κατάλληλος για το αξίωμά του κι αυτός μπορεί να κρίνει αν είναι όμορφο το ύφασμα». Πράγματι έτσι κι έγινε. Πήγε λοιπόν ο γέρο-υπουργός στο εργαστήρι, που δούλευαν οι απατεώνες στους άδειους αργαλειούς. «Κύριε ελέησον!» λέει μέσα του ο υπουργός γουρλώνοντας τα μάτια. «Δεν βλέπω τίποτα». Οι δυο επιτήδειοι τον παρότρυναν να πλησιάσει και τον ρώτησαν πώς του φαίνεται το σχέδιο της ύφανσης και τα χρώματα, και του δείχνανε τους άδειους αργαλειούς. Ο δε υπουργός άνοιγε τα μάτια του, αλλά δεν έβλεπε τίποτε, αφού δεν είχε τι να δει. «Καλά, τόσο βλάκας είμαι;» σκέφτηκε λυπημένος• «και να μη μου περάσει ποτέ από το μυαλό! Αλλά δεν πρέπει να το πάρει χαμπάρι κανένας άλλος πως είμαι ανάξιος για το υπουργείο μου. Όχι! δεν συμφέρει να τους το δείξω ότι δεν βλέπω το ύφασμα». «Λοιπόν, πώς σας φαίνεται;» ρώτησε ο ένας υφαντής. «Ωραιότατο, λαμπρό, θαυμάσιο!» απάντησε ο υπουργός, κι έβλεπε με τα γυαλιά του. «Αξιόλογο σχέδιο, και τι όμορφα χρώματα! Πάω αμέσως να πω τα νέα στον βασιλιά και πως μου άρεσε πάρα πολύ».«Ευχαριστούμε πολύ», είπαν οι… μαστόροι, κι άρχισαν να του περιγράφουν τα διάφορα χρώματα, και να του εξηγούν το περίτεχνο σχέδιο. Ο υπουργός άκουγε με προσοχή για να επαναλάβει το κάθε τι στο βασιλιά. Κι όταν επέστρεψε του τα επανέλαβε ακριβώς με κάθε λέξη. Εν τω μεταξύ, οι πονηροί ζητήσανε και λάβανε κι άλλα χρήματα, μετάξια και χρυσάφια για να προχωρήσουνε τη δουλειά, κι φυσικά γεμίζανε την αποθήκη τους κι εξακολουθούσαν να δουλεύουν απ’ το πρωί ως το βράδυ με άδειους αργαλειούς. Ο βασιλιάς μετά από μερικές μέρες, έστειλε άλλον τίμιο υπουργό να δει πώς πηγαίνει η εργασία και να ρωτήσει πότε θα τελειώσει το ύφασμα. Κι αυτός την έπαθε όπως ο πρώτος• Προσπαθούσε να δει, άνοιγε τα μάτια του, αλλ’ αφού δεν υπήρχε τίποτε στους αργαλειούς, δεν μπορούσε να δει τίποτε. «Δεν σας αρέσει το ύφασμα;» ρώτησαν οι… υφαντές• και δείξανε σημεία κι εξηγήσανε λεπτομερώς το θαυμάσιο σχέδιο, το ανύπαρκτο, πάνω στο έξοχης ποιότητας ύφασμα που όμως δεν υπήρχε.«Δεν είμαι κουτός», σκεφτόταν ο υπουργός, «φαίνεται πως δεν είμαι άξιος για τη θέση μου. Περίεργο! Αλλά δεν πρέπει να τους το δείξω». Άρχισε λοιπόν να παινεύει το ύφασμα, που δεν έβλεπε και να θαυμάζει τα λαμπρά χρώματα και το ωραίο του σχέδιο, που δεν υπήρχε. «Είναι περίφημο ρούχο!» είπε στο βασιλιά, όταν επέστρεψε. Όλοι οι πολίτες άκουσαν τις φήμες που πλέον κυκλοφορούσαν ευρέως και μιλούσαν για το μεγαλοπρεπέστατο ύφασμα. Θέλησε να το δει κι ο βασιλιάς, ενώ ακόμη υφαινόταν. Πήγε λοιπόν με εκλεκτή συνοδεία και με τους δυο υπουργούς του, που είχε στείλει και πριν, και βρήκε τους απατεώνες να εργάζονται πυρετωδώς στους αργαλειούς τους, χωρίς στημόνι, χωρίς υφάδι, χωρίς ύφασμα καν, πάνω κάτω, δεξιά κι αριστερά, προσποιούμενοι πως υφαίνουν. «Δεν είναι θαυμάσιο πράγματι;» φώναξαν κι οι δύο υπουργοί. «Παρατηρήστε Μεγαλειότατε, το σχέδιο και τα χρώματα!» Και δείχνανε τους άδειους αργαλειούς, γιατί φαντάζονταν ότι οι άλλοι βλέπανε όντως το ύφασμα. «Τι τρέχει;» σκεφτόταν ο βασιλιάς. «Δεν βλέπω τίποτε! Φρίκη! Είμαι κουτός; Δεν είμαι άξιος να είμαι βασιλιάς; Τι έπαθα!» Και πρόσθεσε δυνατά: «Είναι πολύ καλό! Μου αρέσει πολύ»! Και κούνησε το κεφάλι του σαν να ήταν ευχαριστημένος, ενώ παρατηρούσε τους αργαλειούς με προσοχή, γιατί δεν μπορούσε να ομολογήσει ότι δεν βλέπει τίποτε. Όλοι δε όσοι ήτανε μαζί του κοίταζαν και κοίταζαν χωρίς να βλέπουν τίποτε, αλλά όλοι επανέλαβαν τα λόγια του βασιλιά: «Είναι πολύ καλό!» Και τον παρακίνησαν να κάνει από αυτό το ύφασμα φορέματα για την επίσημη πομπή, που επρόκειτο να γίνει κείνες τις μέρες. Από στόμα σε στόμα πήγαιναν τα λόγια: «Ωραίο, λαμπρό, Υπέροχο! Και τί θαυμάσια τεχνική!» Ο θαυμασμός ήταν γενικός, κι ο βασιλιάς έδωσε στους απατεώνες τον τίτλο: «Υφαντές της Βασιλικής Αυλής». Όλη την νύχτα πριν από την τελετή οι δυο πονηροί δεν κοιμήθηκαν: Άναψαν δεκαέξι λυχνάρια, κι ο λαός τους έβλεπε από τα παράθυρα να υφαίνουν τα βασιλικά φορέματα. Επιτέλους προσποιήθηκαν ότι βγάζουν το ύφασμα από τους αργαλειούς, κόβανε τον αέρα με μεγάλα ψαλίδια, ράβανε με βελόνες χωρίς κλωστή και κήρυξαν ότι τα βασιλικά φορέματα είναι έτοιμα. Ο βασιλιάς πήγε πάλι με τη συνοδεία του, οι δε υφαντουργοί σήκωναν το ένα χέρι, σαν να κρατούσανε κάτι, και λέγανε: «Ιδού το παντελόνι, ιδού ο επενδύτης, ιδού ο μανδύας», κι ούτω καθ’ εξής. «Είναι σαν αραχνοΰφαντα, τόσο είναι ελαφριά! Αλλ’ αυτή είναι κι η ομορφιά του υφάσματος»! «Πραγματικά!» λέγανε κι οι ακόλουθοι του βασιλιά. Αλλά τίποτε δεν βλέπανε, αφού δεν υπήρχε και τίποτε να δούνε.«Μας δίνει την άδεια η Μεγαλειότητά σας», ρώτησαν οι απατεώνες, «να σας αλλάξουμε και να σας φορέσουμε τη νέα σας ενδυμασία μπρος στον καθρέφτη»; Ο βασιλιάς συμφώνησε αμέσως κι έβγαλε τα ρούχα του. Άρχισαν λοιπόν οι επιτήδειοι να τον ντύνουνε τάχα με τα νέα, το ένα κατόπιν του άλλου• ο δε βασιλιάς γύριζε πότε από δω και πότε από ‘κεί και… θαύμαζε στον καθρέφτη.«Ωραία φορέματα! Σας πηγαίνουν εξαίρετα», λέγανε όλοι. «Τι όμορφο σχέδιο, τι χρώματα! Ορίστε ρούχο μια φορά!».Ο αυλάρχης παρουσιάστηκε και ψιθύρισε στην αυτού Μεγαλειότητα πως είναι η ώρα για την τελετή.«Έτοιμος είμαι», είπε ο βασιλιάς. «Μου πηγαίνουν καλά τα καινούρια ρούχα μου;» Και γύρισε πάλι στον καθρέφτη για να δείξει ότι τα έβλεπε και του άρεσαν. Οι αυλικοί, που είχανε την υποχρέωση βάσει του πρωτοκόλλου να κρατάνε και να σηκώνουν την ουρά του βασιλικού μανδύα, σκύψανε στο πάτωμα και με τα χέρια τους σηκώσανε τις άκρες του ρούχου, και πήγαιναν πίσω από το βασιλιά, κρατώντας τον… αέρα. Κανείς δεν τόλμησε να πει και να αποδείξει ότι δεν έβλεπε τα ρούχα. Πήγε λοιπόν ο βασιλιάς στην παρέλαση με τη συνοδεία του κι όλοι στο δρόμο λέγανε: «Τι μεγαλόπρεπο ένδυμα φοράει σήμερα ο βασιλιάς! Τί ουρά έχει ο μανδύας του! Πώς του πηγαίνει!» Κανείς δεν ήθελε να προδοθεί ότι δεν βλέπει τίποτε, για να μη τον νομίσουνε κουτό ή ανάξιο για τη θέση του. Ποτέ δεν είχε θαυμάσει τόσο κόσμος, ρούχα βασιλικά. Τότε ένα παιδί φώναξε:« Καλέ ο βασιλιάς είναι γυμνός!». «Ακούστε τι λέει το παιδί», είπε ο πατέρας του. Κι ο ένας άρχισε να ψιθυρίζει στον άλλο τα λόγια του μικρού.«Ο βασιλιάς είναι γυμνός!», είπαν όλοι τους τελικά. Ο βασιλιάς το άκουσε και του φάνηκε σαν να είχαν δίκιο, αλλά σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να διακοπεί η τελετή. Εξακολούθησε λοιπόν τη διαδρομή του, κι οι αυλικοί από πίσω του, κρατούσανε σφιχτά την ουρά του μανδύα, χωρίς να υπάρχει ούτε μανδύας, ούτε ουρά.



 Μετάφραση: Δημήτριος Βικέλας- Απόδοση στη Ν. Ελληνική: Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου 

15.2.23

Αλήτις Τσαλαχούρη/Το αγόρι με τη μάινα στον ώμο


 Το αγόρι με τη μάινα στον ώμο

Στη συνοικία Κλώνο Του Μπρονξ –Αποβάθρα μεταναστών –Πληθώρας υπογείων –Του εγκλήματος–Της προσφυγιάς της υδρογείου –Το αγόρι απ’ το Γκντανσκ —Με τη μάινα στον ώμο— Που πάει με βήματα γοργά—Μαθήματα βιολιού- –Μαγεύει με τη μουσική στον πάτο μας ποντίκια-Που μπαίνουν από φωταγωγούς και λούκια-Μαζεύει με τη μάινα στον πάτο μας ρεβίθια-Για να γυρνάμε στην πολυκατοικία-Η δασκάλα μάνα του Alicja –Για να ζήσει τη φαμίλια–Πλένει δυο ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα—Ο πολιτικός μηχανικός πατέρας Lech και στη συνοικία μπογιατζής —Πίνει τα πόδια του στη γωνιακή ΕΒΓΑ μέχρι το χάραμα — Το αγόρι όμως απ’ το Γκντανσκ — Με τη μάινα στον ώμο— Που πάει με βήματα γοργά— Μαθήματα βιολιού-–Μαγεύει με τη μουσική στον πάτο μας ποντίκια-Που μπαίνουν από φωταγωγούς και λούκια-Μαζεύει με τη μάινα στον πάτο μας ρεβίθια-Για να γυρνάμε στην πολυκατοικία––Ωσπου το αγόρι απ’ το Γκντανσκ -Απ' του πατέρα του μια οργή –Μια νύχτα που' χει παραπιεί–Βρίσκει κομμάτια το βιολί-Κι η συνοικία Κλώνος Του Μπρονξ - Θα τον ρουφήξει σαν την τρύπα—Ανήκει πια στα Μακριά Παλτά μια συμμορία—Μισεί και την Ελλάδα και την Πολωνία----Η μάινα κορακιάζει η κακομοίρα—Τα νέα του από κάποιον —Που από πιοτό γυρνάει σαν τη μύγα —Μαγκώθηκε από μπάτσους ως τσιλιαδόρος σε ληστεία —Θα κάνει καιρό να ξαναδεί την κοινωνία- Αλλά κι εμείς δεν ζήσαμε καλύτερα-Γέμισε ο πάτος μας ποντίκια— Που μπαίνουν από φωταγωγούς και λούκια-Δεν βρίσκουμε ρεβίθια–Για να γυρνάμε στην πολυκατοικία---Στη συνοικία Κλώνο Του Μπρονξ–Αποβάθρα μεταναστών-Πληθώρας υπογείων-Του εγκλήματος–Της προσφυγιάς της υδρογείου

24 Κώστα Καρυωτάκη, «Γραφιάς»------- Οι ώρες μ' εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκε ξανά στο αχάριστο τραπέζι. (Απ' τ' ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντικρινά ο ήλιος γλιστράει και παίζει.) Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή στη σκόνη των χαρτιώ μου. (Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή στα ελεύθερα του δρόμου.) Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ο νους, όμως ακόμη γράφω. (Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς. Σα να 'χουν βγει σε τάφο.) [πηγή: Κ.Γ. Καρυωτάκη, Άπαντα τα ευρισκόμενα, τόμ. Α΄, φιλολ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 1965, σ. 61]

 




2.1.23

23 Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ -''Δυσφορεί η νύχτα''-Εκδόσεις ''Ικαρος''- Μετάφραση -Αγγελίδης Αγγελος, Αγγελίδου Μαρία


Εισαγωγή-Απόσπασμα-

Ήμουν δέκα χρονών κι είχα σταματήσει να βγάζω το τζάκετ μου. Εκείνο το πρωί έκανε τόσο κρύο, που η μαμά μάς είχε αλείψει έναν έναν με λίπος, με την αλοιφή που βάζαμε στα μαστάρια των αγελάδων. Ήταν μέσα σ’ ένα κίτρινο κουτί Bogena και κανονικά τη χρησιμοποιούσαμε για να προστατέψουμε τις θηλές των αγελάδων από σκασίματα, σκληράδια και γρόμπους μεγάλους σαν τούφες από κουνουπίδι. Το καπάκι του γλιστρούσε τόσο από το λίπος, που για να τ’ ανοίξεις έπρεπε να το πιάσεις με πετσέτα. Μύριζε μοσχαρίσια πηχτή, σαν τα μαστάρια αγελάδας που κάποιες μέρες έβρισκα στην κουζίνα μας να σιγοβράζουν στην κατσαρόλα κομμένα σε χοντρές φέτες, αλατοπιπερωμένες από πριν – με αηδίαζε κι αυτό, όπως η βρομερή αλοιφή στο δέρμα μου. Η μαμά όμως πασπάτευε με τα χοντρά της δάχτυλα τα πρόσωπά μας, όπως πασπάτευε τα κεφάλια του τυριού για να δει αν είχε σκληρύνει η φλούδα τους. Τα χλομά μας μάγουλα γυάλιζαν στο φως της γυμνής λάμπας, που ήταν γεμάτη μυγοχέσματα. Από χρόνια έπρεπε να ’χουμε αγοράσει αμπαζούρ, ένα όμορφο αμπαζούρ με λουλούδια· μα όποτε βρίσκαμε κάποιο στο χωριό, η μαμά αποφάσιζε να ψάξει κι άλλο. Τρία χρόνια αυτό γινόταν. Εκείνο το πρωί, δύο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, ένιωσα τα γλιστερά της δάχτυλα να μπαίνουν στις κόγχες των ματιών μου και για μια στιγμή φοβήθηκα ότι θα με ζούπαγε δυνατά, ότι τα μάτια μου θα κατρακυλούσαν σαν βόλοι μέσα στο κεφάλι μου. Κι ότι θα ’λεγε: «Αυτά παθαίνει όποιος γυρίζει συνέχεια τα μάτια του από δω κι από κει και δεν υψώνει φρόνιμα φρόνιμα το βλέμμα στο Θεό, σαν καλός και πιστός χριστιανός, σίγουρος ότι ο ουρανός θ’ ανοίξει από στιγμή σε στιγμή». Αλλά ο ουρανός εδώ άνοιγε μόνο όταν έπεφτε χιόνι, όταν είχαμε χιονοθύελλα· κανένας λόγος δεν υπήρχε να καθόμαστε και να τον κοιτάμε σαν χαζοί. Στη μέση του τραπεζιού ήταν βαλμένο ένα πλεχτό πανεράκι για το ψωμί και μέσα στο πανεράκι μια χαρτοπετσέτα με χριστουγεννιάτικα αγγελάκια. Κρατούσαν σάλπιγγες ή κλαράκια γκι κι έκρυβαν μ’ αυτά τα πουλιά ανάμεσα στα πόδια τους. Είχα δοκιμάσει να κρατήσω την πετσέτα στο φως της λάμπας, αλλά και πάλι δεν είχα καταφέρει να δω πώς ήταν το πουλί τους, το φανταζόμουνα σαν φετούλα ζαμπόν τυλιγμένη ρολό. Η μαμά είχε τακτοποιήσει προσεκτικά τα ψωμιά πάνω στη χαρτοπετσέτα: το άσπρο, δίπλα το ολικής με σπόρους παπαρούνας, τέλος το τσουρέκι. Με το σουρωτήρι του τσαγιού είχε πασπαλίσει προσεκτικά με ζάχαρη άχνη το τσουρέκι, ήταν σαν το πρώτο ανάλαφρο χιόνι που είχε πέσει σήμερα το πρωί στις πλάτες των αποσβολωμένων αγελάδων πριν τις φέρουμε μέσα από το λιβάδι. Το μανταλάκι της σακούλας του ψωμιού ήταν όπως πάντα πάνω στο κουτί με τα μπισκότα, αλλιώς θα το χάναμε, και της μαμάς δεν της άρεσαν καθόλου οι πλαστικές σακούλες οι δεμένες κόμπο. «Πρώτα το φαγητό και μετά το γλυκό», έτσι έλεγε. Αυτός ήταν ο κανόνας, έτσι θα μεγαλώναμε και θα δυναμώναμε· θα μεγαλώναμε σαν το γίγαντα Γολιάθ και θα δυναμώναμε σαν τον Σαμψών. Και κάθε πρωί έπρεπε να πίνουμε κι ένα μεγάλο ποτήρι φρέσκο γάλα, τραβηγμένο συνήθως κάμποσες ώρες πιο πριν από τη δεξαμενή· ήταν χλιαρό, μερικές φορές μάλιστα είχε και μια κιτρινωπή πέτσα, που κολλούσε στον ουρανίσκο σου αν δεν το κατάπινες γρήγορα γρήγορα. Το καλύτερο ήταν να το πιεις μονορούφι με τα μάτια κλειστά, η μαμά αυτό το ’λεγε «ασέβεια», κι ας μην έγραφε τίποτα η Βίβλος για το πώς πρέπει να πίνει κανείς το γάλα του, αργά αργά ή γρήγορα γρήγορα, ούτε για το αν πρέπει να τρώμε ή όχι το σώμα των αγελάδων. Πήρα μια φέτα άσπρο ψωμί από το πανέρι και την έβαλα στο πιάτο μου, την πάνω μεριά προς τα κάτω, δυο στρογγυλάκια δίπλα δίπλα, σαν ασπρουλιάρικο κωλαράκι μωρού. Ειδικά όταν την άλειφα στη μέση με κρέμα σοκολάτα, ήταν ολόιδια. Αυτό το αστείο δεν το βαριόμασταν τ’ αδέρφια μου κι εγώ. Όποτε μ’ έβλεπαν, το ίδιο μου έλεγαν: «Πάλι κώλους γλείφεις;» «Άμα αφήσεις ένα χρυσόψαρο πολλή ώρα σε σκοτεινό δωμάτιο, γίνεται κάτασπρο», ψιθύρισα στον Μάτις, και σκέπασα το ψωμί μου με έξι φέτες μουρταδέλα, να ταιριάζουν ακριβώς στη φέτα του ψωμιού, να μην ξεφεύγουν καθόλου. Έχεις έξι αγελάδες και τρως τις δύο. Πόσες σου μένουν; Με καθετί που έτρωγα, άκουγα τη φωνή του δασκάλου μέσα στο κεφάλι μου. Γιατί αυτά τα χαζά προβλήματα συνδυάζονταν πάντα με πράγματα φαγώσιμα; Με μήλα, με γλυκά, με πίτσες και μπισκότα; Δεν ήξερα. Είχα πάντως πάψει να ελπίζω ότι θα τα έλυνα ποτέ σωστά, ότι θα ’παιρνα έστω και μια φορά το τετράδιό μου κατάλευκο, χωρίς ούτε μία κόκκινη μολυβιά, χωρίς διορθώσεις. Μου είχε πάρει ένα χρόνο να μάθω να λέω την ώρα – ο μπαμπάς είχε περάσει ώρες ολόκληρες μαζί μου στο τραπέζι  της κουζίνας με το ρολόι που μας είχαν δώσει από το σχολείο για εξάσκηση, κάποιες φορές η απελπισία του ήταν τόση, που το πέταγε κάτω και τα ελατήριά του τινάζονταν έξω και το παλιόπραμα κουδούνιζε χωρίς σταματημό. Αλλά ακόμα τώρα, όποτε κοίταζα ρολόι, οι δείκτες μερικές φορές μεταμορφώνονταν σε σκουλήκια, σαν αυτά που βγάζαμε με την τσουγκράνα από το χώμα πίσω απ’ το στάβλο να τα ’χουμε για δόλωμα στο ψάρεμα. Στριφογύριζαν σαν τρελά όταν τα ’πιανες με το δείκτη και τον αντίχειρα κι έπρεπε να τα χτυπήσεις μια-δυο φορές μαλακά για να κάτσουν ήσυχα. Τότε έμεναν για λίγο ακίνητα στη χούφτα σου κι ήταν σαν τις μακρουλές καραμέλες φράουλα από το μαγαζάκι των Φαν Λόικ. «Δεν κάνει να ψιθυρίζουμε όταν είναι κι άλλοι μαζί και μας ακούνε», είπε η αδερφή μου η Χάνα, που καθόταν απέναντί μου, δίπλα στον Όμπε. Όταν κάτι δεν της άρεσε, ζάρωνε τα χείλη της προς τη δεξιά μεριά του στόματός της. «Κάποιες λέξεις είναι πολύ μεγάλες για τα δικά σου αυτάκια· δεν χωράνε», της είπα μπουκωμένη. Ο Όμπε ανακάτεψε βαριεστημένα το γάλα στο ποτήρι του με το δάχτυλό του, έβγαλε ένα κομματάκι πέτσα και το σκούπισε γρήγορα στο τραπεζομάντιλο. Έμεινε εκεί κολλημένη σαν ασπριδερή μύξα. Ήταν σκέτη αηδία να τη βλέπεις, κι αύριο, το ήξερα, το τραπεζομάντιλο μπορεί να έμπαινε ανάποδα, με την κολλημένη πέτσα στη δική μου μεριά. Με τίποτα δεν θ’ ακουμπούσα το πιάτο μου στο τραπέζι. Όλοι ξέραμε πως οι χαρτοπετσέτες ήταν για διακόσμηση μόνο, όταν τελειώναμε το πρωινό, η μαμά τις ίσιωνε και τις ξανάβαζε στο συρτάρι. Ξέραμε ότι δεν ήταν για να σκουπίζουν βρόμικα δάχτυλα και βρόμικα στόματα. Κατά βάθος, κι εμένα θα μου φαινότανε κρίμα για τ’ αγγελάκια να τα τσαλακώσω στη χούφτα μου σαν κουνούπια και να σπάσουν τα φτεράκια τους, ή να λερωθούν με μαρμελάδα φράουλα τα κάτασπρα αγγελικά μαλλάκια τους. «Γι’ αυτό κι εγώ πρέπει να βγω, επειδή είμαι πολύ άσπρος», ψιθύρισε ο Μάτις. Γέλασε κι έχωσε προσεκτικά το μαχαίρι του στο βάζο του Duo Penotti από τη μεριά της άσπρης σοκολάτας, να μην ακουμπήσει καθόλου τη σοκολάτα γάλακτος. Μόνο στις γιορτές μάς έπαιρναν Duo Penotti. Το περιμέναμε ανυπόμονα από μέρες, και τώρα που είχαν αρχίσει οι διακοπές είχε έρθει επιτέλους η ώρα· η καλύτερη στιγμή ήταν όταν η μαμά έβγαζε το προστατευτικό χαρτάκι, καθάριζε ό,τι είχε μείνει κολλημένο στα χείλια του βάζου και μας άφηνε να ρίξουμε μια ματιά στις καφετιές και τις άσπρες βούλες στην επιφάνεια της σοκολάτας – κάθε φορά το σχήμα τους ήταν αλλιώτικο, σαν τις βούλες στο πετσί νεογέννητου μοσχαριού. Όποιος είχε τους καλύτερους βαθμούς την τελευταία βδομάδα πριν κλείσει το σχολείο, έπαιρνε πρώτος Duo Penotti. Εγώ έπαιρνα πάντα τελευταία. Κουνήθηκα μπρος πίσω στην καρέκλα μου: τα πόδια μου δεν έφταναν ακόμα στο πάτωμα εντελώς. Μακάρι να μπορούσα να τους κρατήσω όλους μέσα, να τους απλώσω σαν φέτες μουρταδέλα σ’ όλο το σπίτι. Στο τελευταίο μάθημα για το Νότιο Πόλο, ακριβώς πριν από τις διακοπές, ο δάσκαλος μας είχε πει ότι κάποιοι πιγκουίνοι πηγαίνουν για ψάρεμα και δεν ξαναγυρίζουν ποτέ. Μπορεί να μη ζούσαμε στο Νότιο Πόλο, αλλά κρύο έκανε κι εδώ. Τόσο που η λίμνη είχε πιάσει πάγο και στις ποτίστρες των αγελάδων κολυμπούσαν κρυσταλλάκια. Δίπλα στα πιάτα μας είχαμε βρει όλοι από δυο γαλάζια ισοθερμικά σακουλάκια. Σήκωσα το ένα και κοίταξα τη μαμά με απορία. «Για να τα βάλετε πάνω από τις κάλτσες σας», είπε με το χαμόγελο που έφτιαχνε λακκάκια στα μάγουλά της. «Θα σας κρατήσει τα πόδια ζεστά και στεγνά». Στο μεταξύ ετοίμαζε το πρωινό του μπαμπά, που ήταν στο στάβλο, μια αγελάδα ήταν ετοιμόγεννη κι είχε πάει να τη βοηθήσει· μετά από κάθε φέτα ψωμί που άλειφε, σκούπιζε το μαχαίρι με το δείκτη και τον αντίχειρα, ύστερα μάζευε το βούτυρο απ’ τ’ ακροδάχτυλά της με το μαχαίρι ξανά, αλλά όχι με την κοφτερή μεριά της λάμας του. Ο μπαμπάς θα ήταν σίγουρα καθισμένος τώρα σ’ ένα σκαμνί δίπλα σε κάποια αγελάδα και θα της έπαιρνε το πρωτόγαλα. Μικρά συννεφάκια σηκώνονταν απ’ την πλάτη του. Ο αχνός της ανάσας του κι ο καπνός του τσιγάρου του. Πρόσεξα ότι δίπλα στο δικό του πιάτο δεν υπήρχαν ισοθερμικά σακουλάκια, ίσως τα πόδια του παραήταν μεγάλα, το αριστερό ειδικά, που είχε κάπως παραμορφωθεί από ένα ατύχημα με μια θεριζοαλωνιστική μηχανή, ο μπαμπάς το ’χε πάθει όταν ήταν είκοσι χρονών. Δίπλα στη μαμά, πάνω στο τραπέζι, βρισκόταν ο ασημένιος τυροκλέφτης, που χρησιμοποιούσε για να ελέγχει τη γεύση των τυριών που έπηζε κάθε πρωί. Πριν κόψει ένα κεφάλι, έμπηγε τον τυροκλέφτη μέσ’ από το πλαστικό περίβλημα, τον γύριζε δύο φορές και τον τραβούσε σιγά σιγά έξω. Κι όπως ακριβώς μασούσε το αντίδωρο μετά τη λειτουργία στην εκκλησία, έτσι έτρωγε και το κομμάτι του τυριού με το κύμινο: με το ίδιο συλλογισμένο κι ευλαβικό ύφος, αργά αργά, και με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό. Ο Όμπε μια φορά είχε πει γι’ αστείο ότι το σώμα του Χριστού ήταν κι από τυρί, και γι’ αυτό δεν έπρεπε να βάζουμε πάνω από δύο φέτες την ημέρα στο ψωμί μας – αν τρώγαμε παραπάνω τυρί, θα μας τελείωνε κι Εκείνος πολύ γρήγορα.  Μόλις η μαμά μας τέλειωσε την πρωινή προσευχή (κι ευχαρίστησε το Θεό «και για τα πολλά και για τα λίγα· κι ενώ πολλοί τρώνε το πικρό ψωμί της θλίψης, εμάς μας χόρτασες Εσύ σωστά και με αγάπη»), ο Μάτις έσπρωξε πίσω την καρέκλα του, πήρε τα μαύρα παγοπέδιλά του στον ώμο κι έβαλε στην τσέπη του τις χριστουγεννιάτικες κάρτες που του είχε ζητήσει η μαμά να ρίξει στα γραμματοκιβώτια κάποιων γειτόνων. Είχε ξαναπάει στη λίμνη ο Μάτις, μαζί με τους φίλους του έπαιρνε μέρος στους τοπικούς αγώνες παγοδρομίας: ο Παγοδρομικός Γύρος ήταν μια διαδρομή τριάντα χιλιομέτρων. Ο νικητής κέρδιζε ένα σάντουιτς βοδινή πηχτή με μουστάρδα κι ένα χρυσό μετάλλιο που έγραφε πάνω τη χρονιά 2000. Αν μπορούσα, θα του περνούσα ένα ισοθερμικό σακουλάκι στο κεφάλι και θα το έσφιγγα γύρω απ’ το λαιμό του, να κρατηθεί ζεστός πολλή ώρα. Μου ανακάτεψε για μια στιγμή τα μαλλιά, εγώ τα ξανάστρωσα γρήγορα και τίναξα κάτι ψίχουλα από το πάνω μέρος της πιτζάμας μου. Ο Μάτις έκανε τη χωρίστρα του πάντα στη μέση κι έβαζε τζελ στις μπροστινές τούφες, ήταν σαν δύο στριφογυριστές φλουδίτσες βούτυρο στο πιάτο· η μαμά σέρβιρε έτσι το βούτυρο τις μέρες των Χριστουγέννων: το βούτυρο μέσ’ από το πλαστικό κουτί δεν της φαινόταν καθόλου γιορτινό, έτσι το τρώγαμε τις άλλες, τις κανονικές μέρες. Αλλά η μέρα της Γέννησης του Χριστού δεν ήταν κανονική μέρα, παρόλο που ερχόταν και ξαναρχόταν κάθε χρόνο, όπως άλλωστε κι ο θάνατός Του, ο Χριστός πέθαινε επίσης κάθε χρόνο για τις αμαρτίες μας, κι εμένα μου φαινόταν περίεργο αυτό, συχνά σκεφτόμουν: αφού ο καημένος έχει πεθάνει, έχει πεθάνει πριν από τόσο πολύ καιρό, σίγουρα το ’χουν ξεχάσει. Καλύτερα όμως να μην πω τίποτα. Γιατί αν μιλούσα, τότε δεν θα ’χαμε ούτε μπισκότα με ζάχαρη άχνη ούτε θα μας ξανάλεγε ποτέ κανείς τη χριστουγεννιάτικη ιστορία με τους τρεις μάγους και το αστέρι απ’ την Ανατολή. Ο Μάτις πήγε στο χολ να επιθεωρήσει στον καθρέφτη τις μπούκλες των μαλλιών του. Παρόλο που μόλις έβγαινε έξω θα γίνονταν σίγουρα πέτρα από το κρύο και θα κολλούσαν στο μέτωπό του. «Να ’ρθω μαζί σου;» ρώτησα. Ο μπαμπάς είχε κατεβάσει τα ξύλινα πατίνια μου από τη σοφίτα και τα είχε δέσει με τα καφέ δερμάτινα λουριά τους στα παπούτσια μου. Εδώ και μερικές μέρες περπατούσα μέσα στο σπίτι με τα πατίνια φορεμένα, τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη και τα προστατευτικά στις λεπίδες για να μην αφήνω χαρακιές στη μοκέτα κι αναγκάζεται η μαμά να σβήνει με την ηλεκτρική σκούπα τη λαχτάρα μου για τον Παγοδρομικό Γύρο. Οι μύες στα πόδια μου είχαν σκληρύνει. Κι είχα προπονηθεί αρκετά, μπορούσα να βγω στον πάγο χωρίς να σπρώχνω μπροστά μου μια καρέκλα για να κρατάω την ισορροπία μου. «Όχι, δεν γίνεται», είπε. Και πιο σιγά, να τον ακούσω μόνο εγώ, πρόσθεσε: «Επειδή θα πάμε και στην άλλη πλευρά». «Θέλω κι εγώ να πάω στην άλλη πλευρά», ψιθύρισα. «Όταν μεγαλώσεις, θα σε πάρω μαζί μου». Έβαλε το μάλλινο σκουφί του και χαμογέλασε. Είδα τα σιδεράκια στα δόντια του, τα ζιγκ-ζαγκ από τα μπλε λαστιχάκια τους. «Θα γυρίσω πριν σκοτεινιάσει», φώναξε στη μαμά. Στην πόρτα κοντοστάθηκε και με χαιρέτησε, αυτή τη σκηνή την έπαιζα και την ξανάπαιζα στο μυαλό μου αργότερα, μέχρι που το χέρι του έπαψε να σηκώνεται, κι εγώ δεν ήξερα πια με σιγουριά αν είχαμε στ’ αλήθεια αποχαιρετιστεί.

-τιμήθηκε το 2020 με το βραβείο International Booker-

1.1.23

22 Κοινωνικὴ ἁρμονία (1906) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 



Ὅπως ὁ γερο-Σειληνός, τὸν παλαιὸν καιρόν, εἶχε τοὺς Σατύρους του, ὁμοίως καὶ ὁ Φοραμπάλλας, εἰς τὰς ἡμέρας μας, εἶχε τοὺς μόρτηδές του. Τοὺς ἔβοσκε, τοὺς ἐποίμαινε, τοὺς ἐσαλάγα, τοὺς ἐσφύριζε, καὶ τοὺς ὡδήγει εἰς νομὰς… ἀπωλείας. Ἐστρώνετο ὅλην τὴν ἡμέραν ἔξωθεν τοῦ καφενείου, παρὰ τὴν ὁδόν, χονδρός, παχύς, προγάστωρ, βωμολόχος, κυνικός, χαλκοπρόσωπος. Μία ὁλόκληρος ἀγέλη νέων ἠκολούθει τὴν διδασκαλίαν του. Δευτέρα ἀγέλη μαθητευομένων παιδαρίων ἠκολούθει τὰ παραδείγματά του.Τὸ κτίριον τοῦ καφενείου ἦτο κτῆμά του. Ἡ οἰκία ἡ συνεχομένη, ὄπισθεν, κτῆμά του. Ἦτο ἀρχιμόρτης μὲ περιουσίαν. Σχεδὸν ὅλον τὸ ἔτος ἐκάθητο διαρκῶς ἐκεῖ, ἡμίγυμνος, τετραχηλισμένος, μὲ ὑποκάμισον καὶ περισκελίδα. Συνήθως ἔπαιρνε κ᾿ ἕνα ὕπνον ἐπὶ τῆς καθέκλας, εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἐντερλίκωνε* εἰς ἓν μπακάλικον ἀντικρινόν, ἐμπεκρομεθοῦσε, ἐφλυάρει, ᾐσχρολόγει, ὠργίαζε. Κάποτε, ὅταν μία γραῖα γειτόνισσα ἀπηύθυνεν ἐναντίον του παράπονα, ὅτι τῆς εἶχε ξεβγάλει τὸν ἐγγονόν της, αὐτὸς ἀπήντησε δι᾿ ἀναιδεστάτης, ἀλλὰ καὶ φρικώδους, εἰς τὸν δρόμον, χειρονομίας. Τοιοῦτος ἦτο, ὁ μόρταρος. Συνέβαινεν ὅμως, κατὰ σελήνην, νὰ στολίζεται, νὰ φορῇ καλὰ ροῦχα, καὶ νὰ λείπῃ ἐπὶ ὥρας ἀπὸ τὴν γειτονιάν. Ἴσως ὑπάγει πρὸς ἐπίσκεψιν εἰς ἑνὸς πολιτευομένου, ἴσως ὑπουργοῦ διατελοῦντος ―εἰς τοῦ Ζ. ἢ τοῦ Κ. ἢ τοῦ Λ., ἀδιάφορον― βεβαίως διὰ νὰ ζητήσῃ ρουσφέτια. Εἶχε ψήφους, ὁ ἀρχιμόρταρος.

*
Ὁ νέος, περὶ οὗ ἐμνημονεύσαμεν, ὁ ἐγγονὸς τῆς γραίας γειτόνισσας, εἶχε κάμει ἱκανὸν στάδιον ἤδη, ἂν καὶ ἦτο μόλις εἰκοσαετής. Διὰ νὰ κερδίζῃ εὔκολα λεπτά ―διότι ἐξ ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων αἰσθημάτων ἔσωζε μόνον τὴν ἀγάπην πρὸς τὰ χρήματα― εἶχεν ἀλλάξει τόσα ἐπαγγέλματα, ὅσα ἦσαν τὰ χρόνια του. Ἐπὶ μίαν σελήνην ὑπῆρξεν ἐφημεριδοπώλης. Εἶτα φανοφόρος, εἰς τὰς ἑταιρείας τῶν κηδειῶν. Συνώδευεν ἕνα ἄνθρωπον μὲ κάρο, ὅστις ἐκουβάλα νερὸ εἰς στάμνες ἀπὸ τὸ Μαρούσι. Εἰς τὰ καροτσάκια τῶν λεμοναδοποιῶν ἐπήγαινε βοηθός. Εἰς τὶς ρετσίνες ἐδούλευε, τὸν καιρὸν τοῦ τρύγου. Ἔπωλοῦσε πασατέμπο. Ἔκαμε τὸν λοταρτζὴν μὲ φιστίκια. Ἔψηνεν ἀραποσίτια, ἕνα καλοκαίρι. Κατ᾿ ἐκείνην τὴν ἐποχὴν συνέβη νὰ τοῦ κλέψουν, ἐνῷ ἐκοιμᾶτο τὴν νύκτα εἰς τὸν δρόμον, κοντὰ στὸ Θησεῖον, ὄχι τὶς δεκάρες του μόνον, ἀλλὰ ὅλην τὴν ἐνδυμασίαν του. Τὸν ἔγδυσαν, χωρὶς νὰ τὸ αἰσθανθῇ· βεβαίως, ἡ ἰδία ἡ παρέα του, μὲ τὴν ὁποίαν εἶχε μεθύσει. Ἀπὸ τὸν Καραγκιόζην τῆς πλατείας δὲν ἔλειπε. Τέλος, ἔλαβε πεῖραν τοῦ χασίς, καὶ ἄλλων πραγμάτων. Τότε ἔπαθε νευρικὴν διατάραξιν. Εἶτα ἡ οἰκογένειά του τὸν ἔκλεισεν εἰς τοῦ Δρομοκαΐτη. Ἐξῆλθε μετὰ δύο μῆνας ὑγιής· ἀλλ᾿ ὁ Φοραμπάλλας τὸν προσέλαβε, καὶ μετὰ τρεῖς ἑβδομάδας ἔγινε χειρότερος ἀπὸ πρῶτα.

*
Ἔτυχε νὰ εἰσέλθωμεν, τὸ θέρος, εἰς τὸ ἀντικρινὸν μπακάλικο, ἐγὼ κι ὁ φίλος μου Σπύρος Γ…― Κοίταξε, μοῦ λέγει, κοίταξε!Μοῦ ἐδείκνυε τὸν Φοραμπάλλαν μὲ τὴν ἀγέλην του. Δὲν τὸν ἤξευρα. Καὶ τότε μοῦ διηγήθη ὅλα τ᾿ ἀνωτέρω.Μετ᾿ ὀλίγον εἰσῆλθε μικρὸς ὑπάλληλος τοῦ Γκαζιοῦ, ἀκολουθούμενος ἀπὸ παιδίον 12 ἢ 13 ἐτῶν, φορτωμένον τὴν γνωστὴν τρόμπαν, τὴν ἔχουσαν σχῆμα κώδωνος. Τὸ παιδίον, κάθιδρον, ἐφαίνετο πολὺ κουρασμένον. Ἡ ἀριστερά του ἦτο δεμένη ὅλην τὴν παλάμην, κ᾿ ἐπόνει τὴν χεῖρα· ἴσως νὰ εἶχε πληγωθῆ, εἰς τὴν ἐξάσκησιν τοῦ ἐπαγγέλματός του.Ἐπλησίασαν εἰς τὴν γωνίαν, διὰ νὰ διορθώσουν τὸ ἀέριον. Ὁ μικρὸς ὑπάλληλος εἶπεν ἓν βραχὺ «ἐμπρός!», καὶ τὸ παιδάριον ἔβαλε τὴν ἀντλίαν κάτω, καὶ μὲ τὸ πίεστρον, μὲ τὰ δύο χέρια, τὸ πονεμένον καὶ τὸ γερόν, ἤρχισε μὲ ταχείας κινήσεις νὰ πιέζῃ καὶ ν᾿ ἀντλῇ.― Κοίταξε! μοῦ εἶπε πάλιν ὁ φίλος μου. Αὐτὸ (δεικνύων τὸ ἐργαζόμενον παιδίον) θὰ ἦτο τὸ ἀντίδοτον ἐκείνου (ἔδειξε τὴν ἀγέλην τοῦ Φοραμπάλλα ἀντικρύ), ἐὰν δὲν ἦτο ἐν μέρει ἀποτέλεσμά του, καὶ οὕτω μόνον θ᾿ ἀπετελεῖτο κοινωνικὴ ἁρμονία.

*
Ἕνα Σαββατόβραδο, ἐξαναπέρασα ἀποκεῖ. Εἶδα τὸν φίλον μου νὰ κάθεται ἔξωθεν τοῦ καφενείου ἐκείνου. Μ᾿ ἔκραξε, κ᾿ ἐπῆγα νὰ καθίσω πλησίον του.―Ἠξεύρω ὅτι δὲν ἔχεις προλήψεις, μοῦ εἶπε.Ἡ θέσις ἦτο διαβατική, πρὸς τὸν παλαιὸν σταθμὸν τοῦ ΣΑΠ. Ἐκεῖθεν διήρχοντο οἱ βαίνοντες ἐπὶ ἁμαξῶν, κατευθυνόμενοι διὰ Πειραιᾶ, καὶ μάλιστα διὰ τὸ Φάληρον, κ᾿ ἔβλεπέ τις ποικιλίαν μορφῶν καὶ τύπων, ὥστε διεσκέδαζε κάπως τὸ βλέμμα.― Καὶ τί γίνεται ὁ Φοραμπάλλας; τοῦ εἶπα.― Δὲν φαίνεται. Βάζω στοίχημα ὅτι θὰ πῆγε στὸ ὑπουργεῖο, γιὰ κανένα ρουσφέτι.Μακρὸν φορτηγὸν ἁμάξιον διῆλθε πρὸς τ᾿ ἄνω. Ἔφερε σάκκους μὲ χόρτον. Ὁ ἐμπροσθινὸς σάκκος, ἐφ᾿ οὗ εἶχε καθίσει ὁ ἡνίοχος, νέος μόλις 19 ἐτῶν, εἶδα μὲ ταχὺ βλέμμα ὅτι εἶχε γλιστρήσει ἀπὸ τὴν θέσιν του, καὶ ἦτο εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ πέσῃ κάτω, μεταξὺ τῶν ρυμῶν καὶ τοῦ σκελετοῦ. Βεβαίως ὁ νέος δὲν εἶχεν αἰσθανθῆ τίποτε, καθόσον ἡ μετατόπισις θὰ ἔγινε βαθμηδὸν καὶ ἠρέμα.Δὲν ἐπρόφθασα νὰ φωνάξω πρὸς τὸν νέον νὰ ἐπισύρω τὴν προσοχήν του· διότι, μόλις τὸ εἶχα παρατηρήσει καὶ ὁ σάκκος ἀκριβῶς ἔπιπτε, μαζὶ καὶ ὁ ἡνίοχος.Οἱ παρεστῶτες ὅλοι ἀφήκαμεν αὐτομάτως κραυγὴν ἀγωνίας. Φυσικὸν μᾶς ἐφαίνετο τὸ ἄλογον νὰ ἐξακολουθήσῃ τὸν δρόμον του, οἱ τροχοὶ νὰ διέλθωσιν ἐπὶ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ…Ἀλλ᾿ ὅμως οὐδὲν τοιοῦτον συνέβη. Τὸ ἄλογον πάραυτα ἐσταμάτησεν, ὡς νὰ τὸ ἐφώτισε θεία τις ἀκτίς. Ὁ ἄνθρωπος ἐσηκώθη ἀβλαβής, καὶ ὁ σάκκος ἐτοποθετήθη ἀσφαλέστερον.― Βλέπεις; εἶπεν ὁ Σπύρος, ὅστις εἶχε θρησκευτικὰς ἐξάρσεις. Εἶναι Σάββατο βράδυ. Οἱ καμπάνες τοῦ Ἑσπερινοῦ ἐσήμαναν, θυμίαμα εὐωδιάζει στὰ σπίτια καὶ στὰ μαγαζιά. (Μᾶς εἶχεν ἔλθει τῷ ὄντι ὀσμὴ εἰς τοὺς μυκτῆρας.) Εἶναι ἱερὰ ὥρα. Ὁ νέος εἶναι ἀθῷος ἀκόμα, καὶ θὰ εἶναι χρήσιμος εἰς τοὺς δικούς του. Δὲν ἦτο παραχώρησις Θεοῦ νὰ πάθῃ. Θαῦμα ἔγινε.

*
Μετὰ μίαν ὥραν, ὅταν ἤρχισε νὰ νυκτώνῃ, εὑρισκόμεθα ἀκόμη ἐκεῖ. Ὁ Φοραμπάλλας, καλοφορεμένος, ἦλθε, κ᾿ ἐκάθισεν ὄχι μακράν μας. Ἡ ἀγέλη του τὸν περιεστοίχισε.Μία πτωχὴ γραῖα, κοντή, ἄσχημη, ἤναψε κηρίον, καὶ ἤρχισε νὰ ψάχνῃ πλησίον μας, εἰς τὸ ρυάκιον τοῦ πεζοδρομίου καὶ γύρω-γύρω στὸν δρόμον. Εἶχεν ὑπάγει, ὡς μᾶς εἶπε, πρὸ μικροῦ τὰ πλυμένα ροῦχα εἰς τοὺς πελάτας της εἰς τὴν γειτονιάν, εἶχε λάβει ἓν πεντάδραχμον χαρτί, καὶ τὸ εἶχε χάσει αἴφνης ἐκεῖ τριγύρω.Ἦτο ἀξιολύπητον τὸ θέαμα. Ὅλον τὸν κόπον τῆς ἑβδομάδος της, εἰς μίαν στιγμήν, τὸν εἶχε χάσει ἡ ταλαίπωρος πτωχὴ βιοπαλαίστρια.Οἱ σατυρίσκοι τῆς ἀγέλης τοῦ Φοραμπάλλα, ἅμα ἔμαθαν τὸ πρᾶγμα, ἤρχισαν νὰ κοροϊδεύουν τὴν γραῖαν.― Νά, αὐτὸς τὸ ηὗρε, ποῦ εἶσαι, γριά.― Ψάξε κ᾿ ἐκεῖ πέρα, γριά.―Ἄχ! νὰ τό ᾽βρισκα!― Νὰ μὴ τό ᾽χες κλεμμένο, γριά;

*
― Ἀκοῦς; μοῦ εἶπεν ὁ Σπύρος. Ἀκοῦς; Χωρὶς ἄλλο, ἐκεῖνο τὸ ἄλογο τοῦ φορτωμένου ἁμαξιοῦ ἐφάνη λογικώτερον ἀπ᾿ αὐτοὺς ἐδῶ, τοὺς μόρτηδες. Ἐκεῖνο τὸ τετράποδον δὲν ἐπάτησε τὸν πεσμένον νὰ τὸν λυώσῃ, ἐνῷ αὐτά, τὰ δίποδα, ποδοπατοῦν καὶ κλωτσοῦν τὴν σκυμμένην κάτω καὶ ἀδικημένην· «ἐπεμβαίνουσι τῷ κειμένῳ», ὅπως λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος.Ἐνῷ εἴχομεν σηκωθῆ διὰ ν᾿ ἀπέλθωμεν, τὸν εἶδα νὰ πλησιάσῃ κάπως ἐν παρόδῳ δίπλα εἰς τὴν πτωχήν. Ἐμάντευσα ὅτι ἠθέλησε νὰ τὴν παρηγορήσῃ, προσφέρων αὐτῇ μικρὸν ἀντιστάθμισμα ἀπέναντι τοῦ χαμένου ποσοῦ.

(1906)

 

21 Μόνο τα όνειρά μου συνεχίζουν - Ματσούο Μπασό-Εκδόσεις-''Ερατώ''-Μετάφραση--Γιώργος Μπλάνας

Ξεπάγιασαν φθινόπωρο στα χείλια µου οι λέξεις.

Φεύγω κι αφήνω πίσω µου δυο φθινόπωρα αγάπη. 

Τι πάει να πει ήρθε ο καιρός του θερισµού; Το καπέλο µου µόλις που χορτάριασε.

Το απόγευµα τραβάει ολοµόναχο το δρόµο.

∆εν πέθανα. Πάντα είναι απόγευµα, όταν τελειώνουν τα ταξίδια. 

Το κοράκι: σκονισµένος µετανάστης στη γύµνια ενός κλαδιού.  

Παράξενο λουλούδι ο ουρανός του φθινοπώρου.

Ένας έρηµος δρόµος: νυχτώνει.

Φυσάει ένας άνεµος πιο γυµνός κι από τα βράχια. 

Άνθισαν οι γαριφαλιές κι επάνω...ένα φεγγάρι! Απόψε ακόµη και οι πόρνες το έριξαν στον ύπνο.

Στο βάθος της κοιλάδας, ο κορυδαλλός κελαηδάει τη διακήρυξη της ελευθερίας του.  

Μεσ’ στο σκοτάδι, ένα ολόκληρο κοπάδι γηρατειά κρύβονται στην αγκαλιά µου.

Βγες έξω να δεις πώς ανθίζουν τα λουλούδια στη φτώχεια.



  

31.12.22

20-Η τελευταία ερώτηση-Iσαάκ Ασίμοφ

 


Η τελευταία ερώτηση ετέθη για πρώτη φορά, στα µισοαστεία, στις 21 Μαΐου του 2061, τον καιρό εκείνο που η ανθρωπότητα πρωτοείδε το φως. Η ερώτηση, που είχε για κίνητρο ένα στοίχηµα πέντε δολαρίων, έγινε µια φορά που ο Αλεξάντερ Αντέλ και ό Μπέρτραµ Λούποφ έπιναν τα ποτηράκια τους. Ήταν και οι δυο τους πιστοί επιστάτες του Μάλτιβακ. Και ήξεραν καλά τι κρυβόταν πίσω από το γεµάτο φωτάκια και ηλεκτρονικούς θορύβους, κρύο πρόσωπο — µίλια και µίλια προσώπου — του γιγάντιου αυτού κοµπιούτερ. Η τουλάχιστον το ήξεραν τόσο καλά όσο οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος. Είχαν τουλάχιστον µια γενική ιδέα του όλου σχεδίου των ρελέδων και των ηλεκτρονικών κυκλωµάτων, που είχαν προ πολλού αναπτυχθεί πέρα από τα όρια, από τα οποία ένας και µόνον άνθρωπος θα ήταν δυνατόν νά έχει µια σταθερή αντίληψη του όλου συστήµατος. Ο Μάλτιβακ ήταν πλήρως αυτοπροσαρµοζόµενος ενώ μπορούσε μόνος του να αυτοδιορθωθεί. Και έπρεπε να είναι, γιατί τίποτε το ανθρώπινο δεν µπορούσε να τον προσαρµόσει και να τον διορθώσει αρκετά γρήγορα, ή ακόµη και αρκετά επαρκώς. Έτσι, ο Αντέλ και ο Κούποφ επιστατούσαν τον τερατώδη γίγαντα µόνον ελαφρά και επιφανειακά, εν τούτοις, τόσο καλά όσο οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος. Τον τροφοδοτούσαν µε πληροφορίες, προσάρµοζαν τις ερωτήσεις στα µέτρα του, και μετέφραζαν τις απαντήσεις που εκδίδονταν. Ήταν φυσικό, λοιπόν, οι δυο τους, καθώς και όλοι οι άλλοι σαν κι αυτούς, να µοιράζονται τη δόξα που ανήκε στον Μάλτιβακ. Επί δεκαετίες, ο Μάλτιβακ είχε βοηθήσει στον σχεδιασµό των διαστημοπλοίων και τον προσδιορισµό των τροχιών, που βοήθησε τον άνθρωπο να φτάσει στη Σελήνη, στον Άρη, στην Αφροδίτη, αλλά πέραν αυτών, οι φτωχοί πόροι της Γης δεν µπορούσαν να υποστηρίξουν τα διαστηµόπλοια. Για τα µακρινά ταξίδια χρειάζονταν υπερβολική ενέργεια. Η Γη εκµεταλλευόταν τον άνθρακα και το ουράνιο µε αναπτυσσόµενη αποδοτικότητα, αλλά τα κοιτάσµατα και των δύο ήταν περιορισµένα. Σιγά-σιγά όµως ο Μάλτιβακ έµαθε αρκετά ώστε να δώσει απάντηση σε περισσότερο βασικές ερωτήσεις και στις 14 Μαΐου του 2061, αυτό που ήταν κάποτε θεωρία, έγινε πραγµατικότητα. Η ενέργεια του Ήλιου αποθηκευόταν, µετατρεπόταν και άρχισε να χρησιµοποιείται απευθείας από όλα τα µέρη του πλανήτη. Ολόκληρη η Γή έσβησε τον καιγόµενο άνθρακα, το διασπαζόµενο ουράνιο, και άνοιξε τον διακόπτη που την συνέδεε ολόκληρη µε ένα µικρό σταθµό, που είχε διάµετρο ενός µιλίου, και περιφερόταν γύρω από τη Γη στη µέση της απόστασης, από τη Σελήνη. Ολόκληρη η Γη τροφοδοτείτο µε αόρατες δέσµες ακτίνων ηλιακής ενέργειας. Επτά µέρες δεν ήταν αρκετές για να ξεφτίσουν τη δόξα του γεγονότος και τελικά ο Αντέλ και ό Λούποφ κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τις δηµόσιες εκδηλώσεις και να συναντηθούν ήσυχα εκεί όπου κανείς δεν θα σκεφτόταν να ψάξει να τους βρει, στις ερηµωµένες υπόγειες αίθουσες, όπου φαίνονταν µερικά τµήµατα του πανίσχυρου θαµµένου κορµιού του Μάλτιβακ. Χωρίς επιτήρηση, ο Μάλτιβακ τεµπέλιαζε, διαχωρίζοντας διάφορα στοιχεία µε ευχαριστηµένους οκνηρούς µικροθορύβους, µια πού κι αυτός είχε κερδίσει τις διακοπές του, κάτι πού κι οι δυο τους του το αναγνώριζαν. ∆εν είχαν αρχικά καµία πρόθεση νά τον ενοχλήσουν. Είχαν φέρει µαζί τους µια µποτίλια και το µόνο τους ενδιαφέρον τη στιγµή εκείνη ήταν να ξεκουραστούν µε συντροφιά τους την µπουκάλα. «Είναι καταπληκτικό όταν το σκεφτεί κανείς» είπε ο Αντέλ. Το πλατύ του πρόσωπο ήταν χαρακωµένο από την κούραση, και ανακατεύοντας το ποτό του σιγά - σιγά µε µια γυάλινη βεργούλα, κοίταζε τα παγάκια που µπερδεύονταν ακατάστατα στο ποτήρι. «Όλη την ενέργεια που θα µπορούσαµε να χρησιµοποιήσουµε για πάντα, την έχουµε τσάµπα. Αρκετή ενέργεια για να λιώσουµε τη Γη, εάν το θέλαµε, και να την κάνουµε µια µεγάλη σταγόνα ακάθαρτου υγρού σιδήρου, και εν τούτοις να µη µας λείψει καν όλη αυτή ή ενέργεια που θα χρησιµοποιούσαµε. Όλη την ενέργεια που θα µπορούσαµε ποτέ να χρειαστούµε, νυν και αεί και στους αιώνες των αιώνων». Ο Λούπωφ ανασήκωσε το κεφάλι του πλαγιαστά. Του 'χε γίνει συνήθεια όταν ήθελε να φέρει αντίρρηση σε κάτι· και ήθελε να κάνει τον αντιρρησία τώρα, από ένα µέρος, γιατί υποχρεώθηκε να µεταφέρει τα παγάκια και τα ποτήρια. «Όχι για πάντα» είπε. «Στο καλό σου Μπέρτ, σχεδόν για πάντα. Μέχρις ότου ξοφλήσει ο Ήλιος». «Αυτό όµως δεν είναι για πάντα». «Εντάξει λοιπόν. ∆ισεκατοµµύρια και δισεκατοµµύρια χρόνια. Ίσως και είκοσι δισεκατοµµύρια, είσαι ευχαριστηµένος;». Ο Λούποφ πέρασε το δάκτυλό του ανάµεσα στα αραιά του µαλλιά σαν να προσπαθούσε να βεβαιώσει τον εαυτό του ότι του είχαν ακόµη µείνει µερικά και ρούφηξε απαλά λίγο από το ποτό του. «Είκοσι δισεκατοµµύρια χρόνια δεν είναι για πάντα». «Και λοιπόν, για µας είναι αρκετά, ναι ή όχι;». «Εντάξει, τώρα όµως µπορούµε να συνδέσουµε το κάθε διαστηµόπλοιο στον Ηλιακό Σταθµό, και να το στείλουµε στον Πλούτωνα µετ’ επιστροφής είκοσι εκατοµµύρια φορές χωρίς να ανησυχούµε για τα καύσιµα. ∆εν µπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο µε άνθρακα και ουράνιο. Ρώτα τον Μάλτιβακ, εάν δεν µε πιστεύεις!». «∆εν χρειάζεται να ρωτήσω τον Μάλτιβακ, το ξέρω». «Τότε πάψε να κακολογείς το τι έχει κάνει για µας ο Μάλτιβακ» είπε ο Αντέλ ξαναµµένος. «Τα κατάφερε µια χαρά». «Και ποιος είπε το αντίθετο; Λέω μόνο ότι ό Ήλιος δεν θα διαρκέσει για πάντα.. Είµαστε ασφαλείς για είκοσι δισεκατοµµύρια χρόνια, κατόπιν όµως;» πρότεινε ο Λούποφ µε σηκωµένο το ένα του δάκτυλο, που έτρεµε ελαφρά, προς τον άλλον. «Και µη µου πεις ότι τότε θα χρησιµοποιήσουµε κάποιο άλλο άστρο!». Για λίγο έµειναν κι οι δύο σιωπηλοί. Ο Αντέλ έφερνε µόνο πού και πού το ποτήρι του στα χείλη, ενώ τα µάτια του Λούποφ έκλεισαν σιγά σιγά. Ξεκουράζονταν. Και τότε τα µάτια του Λούποφ άνοιξαν ξαφνικά διάπλατα. «Σκέφτεσαι ότι θα χρησιµοποιήσουµε κάποιο άλλο άστρο όταν τα τινάξει ό Ήλιος, έτσι δεν είναι;». «∆εν σκέφτοµαι τίποτε». «Και βέβαια το σκέφτεσαι. ∆εν είσαι γερός στη λογική κι αυτό είναι το πρόβληµά σου. Μοιάζεις µε εκείνον τον άνθρωπο σ' ένα ανέκδοτο που αναγκάστηκε να τρέξει κάτω από ένα δένδρο σ' ένα δάσος όταν έπιασε µια ξαφνική µπόρα. Βλέπεις κι αυτός δεν ανησυχούσε γιατί υπολόγιζε ότι όταν το ένα δένδρο µούσκευε, θα πήγαινε κάτω από ένα άλλο». «Εντάξει, το κατάλαβα», είπε ο Αντέλ. «Μη φωνάζεις. Όταν ο Ήλιος σβήσει, τα αλλά άστρα θα έχουν κι αυτά σβήσει». «Καλά που το κατάλαβες» µουρµούρισε ο Λούποφ. «Τα πάντα είχαν µια αρχή στην πρωταρχική κοσµική έκρηξη, οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό. Και τα πάντα θα έχουν ένα τέλος όταν όλα τα άστρα θα σβήσουν. Μερικά σβήνουν γρηγορότερα από άλλα. Τα άστρα γίγαντες δεν θα κρατήσουν ούτε εκατό εκατοµµύρια χρόνια. Ο Ήλιος θα κρατήσει είκοσι δισεκατοµµύρια χρόνια. Και ίσως τα άστρα - νάνοι να κρατήσουν εκατό δισεκατοµµύρια το πολύ, που θα µας κάνουν. Ας περάσουν όµως ένα τρισεκατοµµύριο χρόνια Και τα πάντα θα σκοτεινιάσουν. Η εντροπία αναγκαστικά θα αυξηθεί στο µέγιστο όριο. Και τότε τέρµα τα δίφραγκα». «Ξέρω τα πάντα για την εντροπία» είπε ο Αντέλ, υπερασπιζόµενος την αξιοπρέπειά του. «Αρβύλες ξέρεις». «Ξέρω τόσα όσα κι εσύ». «Τότε λοιπόν, θα πρέπει να ξέρεις ότι το καθετί αναγκαστικά θα σταµατήσει, κάποτε». «Εντάξει. Ποιος λέει όχι;». «Εσύ το 'πες κακοµοίρη µου. Είπες ότι είχαµε όλη την ενέργεια που χρειαζόµαστε για πάντα. Είπες για πάντα». Ήταν τώρα η σειρά του Αντέλ να κάνει τον αντιρρησία. «Ίσως, κάποτε, να µπορέσουµε να ξαναδηµιουργήσουµε τα πάντα. Και πάλι», είπε. «Ποτέ». «Γιατί όχι, κάποτε». «Ποτέ»! «Ρώτα τον Μάλτιβακ!». «Ρώτησέ τον εσύ. Σε προκαλώ. Πέντε δολάρια λένε ότι δεν γίνεται». Ο Αντέλ ήταν αρκετά µεθυσµένος ώστε να το προσπαθήσει, αρκετά νηφάλιος ώστε να µπορέσει να σχηµατίσει την ερώτηση µε τα απαραίτητα σύµβολα και λειτουργίες που χρειάζονταν, ώστε σε κοινές λέξεις θα µπορούσε να µεταφραστεί ως εξής: Θα µπορέσει κάποια µέρα η ανθρωπότητα να επαναφέρει τον Ήλιο στην πρώτη του νεότητα, ακόµη και µετά το θάνατό του από γηρατειά; Ή θα µπορούσε να εκφραστεί µάλλον καλύτερα κάπως έτσι: Πώς θα µπορούσε η καθαρή ποσότητα της εντροπίας του Σύµπαντος να ελαττωθεί; Ο Μάλτιβακ για µια στιγµή σταµάτησε να δουλεύει και η σιωπή του ήταν καταθλιπτική. Το αργό αναβόσβησµα που έκαναν τα φωτάκια του σταµάτησε, οι µακρινοί µικροθόρυβοι των ρελέδων του, σταµάτησαν κι αυτοί. Και τότε, καθώς οι δύο φοβισµένοι τεχνικοί αισθάνθηκαν ότι δεν θα µπορούσαν νά βαστήξουν την αναπνοή τους ούτε ένα δευτερόλεπτο πάρα πάνω, ξαφνικά το τηλέτυπο που ήταν συνδεδεµένο σ' εκείνο το τµήµα του Μάλτιβακ, ξαναζωντάνεψε απότοµα. Οι τυπωµένες λέξεις έγραφαν: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ. «Το στοίχηµα χάλασε» ψιθύρισε ο Λούποφ κι έφυγαν βιαστικά. Μέχρι το επόµενο πρωινό, µε κεφάλια που βούιζαν και µουδιασµένες γλώσσες, είχαν και οι δυο τους ξεχάσει το όλο περιστατικό.

Ο Τζερόντ, ή Τζεροντίνη και οι Τζεροντέτες Α και Β παρακολουθούσαν την αστρική εικόνα στην τηλεοθόνη να αλλάζει καθώς ή διάβασή τους από το Υπερδιάστηµα συµπληρώθηκε µέσα σε χρόνο- µηδέν. Ταυτόχρονα το οµοιόµορφο µείγµα των άστρων παραχώρησε τη θέση του στην επικράτηση ενός και µόνου λαµπρού σφαιρικού δίσκου στο κέντρο της. «Να τος ο Χ-23» είπε ό Τζερόντ µε πεποίθηση. Τα λεπτά του χέρια σφίχτηκαν γερά πίσω από την πλάτη του και οι κλειδώσεις τους άσπρισαν. Τα δύο κορίτσια, οι µικρές Τζεροντέτες, είχαν για πρώτη φορά στη ζωή τους αισθανθεί την εµπειρία της διάβασης µέσω του Υπερδιαστήµατος και ήταν νευρικές από τη στιγµιαία αίσθηση της διαδροµής. Έπνιξαν τα νευρικά τους γελάκια και άρχισαν γρήγορα να κυνηγούν η µία την άλλη γύρω από τη µητέρα τους, φωνάζοντας «Φτάσαµε στον Χ- 23, φτάσαµε στον Χ-23, φτάσαµε...». «Ησυχία παιδιά» είπε ή Τζεροντίνη. «Είσαι βέβαιος Τζερόντ;». «Υπάρχει και τίποτε άλλο για να είναι κανείς εκτός από σίγουρος;» ρώτησε ό Τζερόντ ρίχνοντας τη µατιά του στον όγκο του άµορφου µετάλλου, ακριβώς κάτω από την οροφή. ∆ιέσχιζε όλο το µήκος του δωµατίου και χανόταν µέσα στους δύο ακραίους τοίχους. Ήταν τόσο µακρύ όσο και το διαστηµόπλοιο. Ο Τζερόντ µόλης και µέτη βίας γνώριζε ένα-δύο πραότατα για την παχιά αυτή µεταλλική βέργα, εκτός από το ότι την αποκαλούσαν Μικρόβιο, ότι της έθετε κανείς ερωτήσεις εάν ήθελε· Και ακόμη κι αν δεν τη ρωτούσες, αυτή είχε έτσι κι αλλιώς σαν έργο της να οδηγήσει το διαστηµόπλοιο σ' έναν προδιατεταγµένο προορισµό, να τροφοδοτείται από τις ενέργειες των διαφόρων Υπογαλαξιακών Σταθµών Ενεργείας· να υπολογίζει τις εξισώσεις για τα υπερδιαστηµικά άλµατα. Ο Τζερόντ και η οικογένειά του δεν είχαν να κάνουν τίποτε άλλο παρά να περιµένουν, παραµένοντας στους αναπαυτικούς χώρους του διαστηµοπλοίου. Κάποιος είχε πει κάποτε στον Τζερόντ ότι το -ακ στο τέλος της λέξης «Μικροβάκ» σήµαινε «αναλογικός κοµπιούτερ» στην αρχαία γλώσσα, αλλά βρισκόταν στα πρόθυρα να ξεχάσει ακόµη κι αυτό. Τα µάτια της Τζεροντίνης ήταν υγρά καθώς κοιτούσε την τηλε-οθόνη. «∆εν µπορώ παρά να αισθάνοµαι άσχηµα που αφήνουµε τη Γη». «Μα γιατί, για όνοµα του Θεού;» ρώτησε ο Τζερόντ απαιτητικά. «∆εν είχαµε τίποτε εκεί πέρα. Στον Χ-23 θα τα έχουµε όλα. ∆εν θα είσαι µόνη σου. Υπάρχουν ήδη περισσότεροι από ένα εκατοµµύριο άνθρωποι επάνω στον πλανήτη. Θεέ µου, ξεχνάς ότι τα δισέγγονά µας θα ψάχνουν για νέους κόσµους επειδή ο Χ-23 θα είναι υπερπληρωµενος;».«Το ξέρω, το ξέρω» είπε ή Τζεροντίνη παθιασµένα. Η Τζεροντέτα Α τους έκοψε λέγοντας, «Ο Μικροβάκ µας είναι ο καλύτερος Μικροβάκ του κόσµου». «Το πιστεύω κι εγώ αυτό» είπε ο Τζερόντ, ανακατεύοντας τα µαλλιά της. Ήταν υπέροχο το αίσθηµα του να ξέρεις ότι έχεις έναν δικό σου Μικροβάκ και ο Τζερόντ ήταν ευτυχής που ανήκε στη γενιά του και σε καµιά άλλη. Στα νιάτα του πατέρα του οι µόνοι κοµπιούτερ που υπήρχαν ήταν τεράστιες µηχανές ξαπλωµένες σ' ένα χώρο 250 τετραγωνικών χλµ. Κάθε πλανήτης είχε έναν και µόνον. Και τους αποκαλούσαν Πλανητικούς Α.Κ. Επί χίλια χρόνια µεγάλωναν συνεχώς σε µέγεθος Και τότε ξαφνικά διαµιάς έγινε η τελειοποίηση Και η λέπτυνση. Αντί για τρανζίστορ τοποθετήθηκαν οι µοριακές βαλβίδες, έτσι ώστε ακόµη και ό µεγαλύτερος Πλανητικός Α.Κ. µπορούσε να τοποθετηθεί σ' έναν χώρο ίσο µε τον µισό χώρο ενός διαστηµοπλοίου. Ο Τζερόντ αισθάνθηκε αναζωογονηµένος, όπως αισθανόταν πάντα όταν θυµόταν ότι ό δικός του προσωπικός Μικροβάκ ήταν πολύ πιο περίπλοκος από τον αρχαίο και πρωτόγονο Μάλτιβακ, πού είχε πρώτος δαµάσει τον Ήλιο, Και σχεδόν τόσο περίπλοκος όσο ό Πλανητικός Α.Κ. της Γης, πού ήταν ο µεγαλύτερος και που είχε για πρώτη φορά λύσει το πρόβληµα των υπερδιαστηµικών ταξιδιών, κάνοντας τα ταξίδια στα άστρα πραγµατικότητα. «Τόσο πολλά άστρα, τόσοι πολλοί πλανήτες» αναστέναξε ή Τζεροντίνη, απασχοληµένη µε τις δικές της σκέψεις. «Υποθέτω ότι οι οικογένειες θα ταξιδεύουν σε νέους πλανήτες για πάντα όπως κάνουµε κι εµείς τώρα». «Όχι για πάντα» είπε ή Τζερόντ µ' ένα χαµόγελο. «Θα σταµατήσουν όλα κάποτε, αλλά όχι πριν περάσουν δισεκατοµµύρια χρόνια. Πολλά δισεκατοµµύρια. Ακόµη και τα άστρα πεθαίνουν. Η εντροπία αναγκαστικά αυξάνεται». «Τι είναι ή εντροπία, µπαµπά;» πετάχτηκε ή Τζεροντέτα Β. «Εντροπία, γλυκιά µου µικρούλα, είναι µία λέξη πού σηµαίνει την ποσότητα µε την οποία καταναλώνεται το Σύµπαν. Το κάθε τι ξοδεύεται και τελειώνει όπως και το µικρό σου ροµπότ, θυµάσαι;». «Ναι αλλά δεν µπορεί κανείς να αλλάξει την µπαταρία όπως στο ροµπότ µου;».«Μα τα άστρα είναι οι µπαταρίες µας, µικρή µου. Όταν τελειώσουν αυτά δεν υπάρχουν άλλες µπαταρίες». Η Τζεροντέτα Α έβαλε τις φωνές «Μην τ' αφήσεις, µπαµπά. Μην αφήσεις τ' άστρα νά πεθάνουν». «Κοίτα τώρα τι έκανες» ψιθύρισε ή Τζεροντίνη αναστατωµένη. «Πού ήθελες να ξέρω ότι θά τις φόβιζε;» απάντησε ο Τζερόντ ψιθυριστά. «Ρώτησε τον Μικροβάκ» θρηνούσε ή Τζεροντέτα Α. «Ρώτησέ τον πώς θα ξαναζωντανέψουν τα άστρα και πάλι». «Άντε κάνε το» είπε ή Τζεροντίνη. «Θα τις κάνεις να ησυχάσουν» (Η Τζεροντέτα Β είχε κι αυτή αρχίσει να κλαίει). Ο Τζερόντ σήκωσε τους ώµους του. «Εντάξει, εντάξει µικρούλες µου, θα ρωτήσω τον Μικροβάκ. Μη στενοχωριέστε θα µας το πει». Ρωτώντας τον Μικροβάκ πρόσθεσε γρήγορα «Γράψε την απάντηση». Ο Τζερόντ χούφτιασε τη λεπτή ταινία του σελο- φίλµ και είπε χαρούµενα, «Το βλέπετε, ο Μικροβάκ λέει ότι θα τα τακτοποιήσει όλα όταν φτάσει ο καιρός, γι' αυτό µη στενοχωριέστε καθόλου». Η Τζεροντίνη είπε: «Και τώρα παιδιά καιρός για ύπνο. Θά βρισκόµαστε στο νέο µας σπίτι σύντοµα». Ο Τζερόντ διάβασε για µία ακόµη φορά τις λέξεις στο σελοφίλµ πριν το καταστρέψει: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ. Σήκωσε και πάλι τους ώµους του και κοίταξε στην τηλε-οθόνη. Ο Χ-23 βρισκόταν κατευθείαν μπροστά.

 Ο ΒΖ-23Χ του Λάµεθ ατένισε τον µαύρο βυθό του τρισδιάστατου µικροποιηµένου χάρτη του Γαλαξία και είπε; «Είµαστε άραγε γελοίοι µε το να ανησυχούµε για το θέµα;». Ο ΜΚ-17Ζ του Νικρόν κούνησε το κεφάλι του. «∆εν το νοµίζω. Το ξέρεις καλά ότι ο Γαλαξίας θα έχει γεµίσει σε πέντε χρόνια µε τον τωρινό ρυθµό της αύξησης». Και οι δυο τους έµοιαζαν να είναι γύρω στα είκοσι, και οι δυο τους ήταν ψηλοί µε τέλεια κατατοµή. «Εν τούτοις» είπε ό ΒΖ-23Χ, «διστάζω ακόµη να καταθέσω µια απογοητευτική αναφορά στο Γαλαξιακό Συµβούλιο». «Εγώ δεν θα υπολόγιζα κανενός άλλου είδους αναφορά. Τράνταξέ τους λιγάκι. Και είναι ανάγκη να τους τραντάξουµε». Ο ΒΖ-23Χ αναστέναξε. «Το Διάστηµα είναι άπειρο. Εκατό δισεκατοµµύρια γαλαξίες µας περιµένουν. Ίσως και περισσότεροι». «Εκατό δισεκατοµµύρια δεν είναι καθόλου άπειρο και µε τον καιρό αυτό το άπειρο λιγοστεύει. Σκέψου! Πριν από είκοσι χιλιάδες χρόνια η ανθρωπότητα έλυσε για πρώτη φορά το πρόβληµα του πώς νά κάνουμε χρήση της αστρικής ενέργειας και µερικούς αιώνες αργότερα τα διαστρικά ταξίδια πραγµατοποιήθηκαν. Η ανθρωπότητα χρειάστηκε ένα εκατοµµύριο χρόνια για να γεµίσει έναν µικρό κόσµο και µετά, µέσα σε δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια, είχε πληµµυρίσει τον υπόλοιπο Γαλαξία. Και τώρα ό πληθυσµός διπλασιάζεται κάθε δέκα χρόνια». Ο ΒΖ-23 Χ τον διέκοψε. «Το χρωστάµε κι αυτό στην αθανασία». «Πολύ καλά. Η αθανασία έγινε πραγµατικότητα και υπάρχει, και αναγκαστικά πρέπει νά τη λάβουµε υπόψη µας. Παραδέχοµαι ότι αυτή ή αθανασία έχει και τις άσχηµες πλευρές της. Ο Γαλαξιακός Α.Κ. µας έχει λύσει πολλά προβλήµατα, αλλά λύνοντας το πρόβληµα των γηρατειών και του θανάτου, έχει χαλάσει όλες τις άλλες λύσεις πού µας έδωσε». «Εν τούτοις δεν νοµίζω να θέλεις να εγκαταλείψεις τη ζωή». «Κάθε άλλο» τον έκοψε ο ΜΚ-17Ζ, και µαλακώνοντας αµέσως είπε: «Όχι ακόµη. Όπως και να το κάνεις δεν είµαι ακόµη αρκετά µεγάλος, πόσο χρονών είσαι εσύ;». «∆ιακοσίων είκοσι τριών χρόνων. Κι εσύ;» «Είµαι ακόµη κάτω από διακόσια. Αλλά ξαναγυρίζοντας στο θέµα µας, ο πληθυσµός διπλασιάζεται κάθε δέκα χρόνια. Όταν ο Γαλαξίας µας γεµίσει, θα έχουµε κατακλύσει άλλον έναν µέσα σε δέκα χρόνια. ∆έκα χρόνια ακόµη και θα έχουµε γεµίσει δύο ακόµη γαλαξίες. Σε µιαν ακόµη δεκαετία τέσσερις επιπλέον. Σε εκατό χρόνια θα έχουµε γεµίσει χίλιους γαλαξίες. Σε χίλια χρόνια, ένα εκατοµµύριο γαλαξίες. Σε δέκα χιλιάδες χρόνια, ολόκληρο το γνωστό Σύµπαν. Και τότε τι κάνουµε;». Ο ΒΖ-23Χ είπε: «Σαν υποπροϊόν µην ξεχνάς ότι θα υπάρχει και το πρόβληµα της µετακίνησης. Θα 'θελα να 'ξερά πόσες µονάδες αστρικής ενέργειας θα χρειαστούν για να µεταφερθούν γαλαξίες ανθρώπων από έναν γαλαξία στον άλλον». «Πολύ καλή παρατήρηση. Η ανθρωπότητα καταναλώνει ήδη δύο µονάδες αστρικής ενέργειας κάθε χρόνο». «Και το µεγαλύτερο µέρος της ενέργειας αυτής σπαταλιέται. Στο κάτω κάτω, ο δικός µας Γαλαξίας και µόνο σκορπάει χίλιες µονάδες αστρικής ενέργειας το χρόνο ενώ εµείς χρησιµοποιούµε µόνον τις δύο απ’ αυτές τις µονάδες». «Εν τούτοις ακόµη και µε εκατό τοις εκατό αποδοτικότητα, δεν κάνουµε τίποτε παρά νά αναχαιτίζουµε µόνο για λίγο, το τέλος. Οι ανάγκες µας σε ενέργεια αυξάνονται µε γεωµετρικό ρυθµό ακόµη πιο γρήγορα απ’ ό,τι ο πληθυσµός. Θα µας τελειώσει ή ενέργεια ακόµη πιο σύντοµα από ό,τι οι άδειοι γαλαξίες. Καλή παρατήρηση. Πάρα πολύ καλή παρατήρηση». «Θα αναγκαστούµε να δηµιουργήσουµε νέα άστρα από διαστρικό αέριο». Η, καλύτερα δεν θα 'ταν, από τη διασκορπισµένη θερµότητα;» ρώτησε ό ΜΚ-17Ζ σαρκαστικά. «Ίσως νά υπάρχει κάποιος τρόπος για νά αντιστραφεί ή εντροπία. Θα πρέπει νά ρωτούσαµε τον Γαλαξιακό Α.Κ.». Ο ΒΖ-23Χ δεν µιλούσε σοβαρά, αλλά ό ΜΚ-17Ζ έβγαλε από την τσέπη του την ατοµική του µονάδα σύνδεσης µε τον Α.Κ. και την τοποθέτησε µπροστά του επάνω στο τραπέζι. «Είµαι µισοαποφασισµένος να το κάνω», είπε, «είναι κάτι που η ανθρώπινη φυλή θα πρέπει νά το αντιµετωπίσει κάποια µέρα». Τα µάτια του στυλώθηκαν µελαγχολικά στη µονάδα της σύνδεσης του µε τον Α.Κ. Είχε όγκο τριάντα µόλις κυβικών εκατοστών και δεν έλεγε πολλά πράγµατα από µόνη της, ήταν όµως συνδεδεµένη µέσω του Υπερδιαστήµατος µε τον Γαλαξιακό Α.Κ., που υπηρετούσε όλη την ανθρωπότητα. Ακόµη και το Υπερδιάστηµα ήταν και αυτό ένα απερίσπαστο µέρος του Γαλαξιακού Α.Κ. Ο ΜΚ-17Ζ δίστασε στιγµιαία, για νά αναρωτηθεί εάν κάποια µέρα στην αθάνατη ζωή του θα του δινόταν ή ευκαιρία νά δει τον Γαλαξιακό Α.Κ. Βρισκόταν επάνω σ' έναν µικρό ολοδικό του κόσµο, όπου αραχνωτά δίχτυα από δέσµες ενέργειας, κρατούσαν την ύλη µέσα στην οποία ρεύµατα υποµεσονίων είχαν πάρει τη θέση των χοντροκοµµένων µοριακών βαλβίδων. Εν τούτοις, παρά τις υποαιθέριες λειτουργίες του, ό Γαλαξιακός Α.Κ. ήταν γνωστό ότι είχε µήκος 30 περίπου µέτρων. Ο ΜΚ-17Ζ ρώτησε ξαφνικά τη µονάδα σύνδεσης µε τον Α.Κ.: «Μπορεί η εντροπία να αντιστραφεί ποτέ;». Ο ΒΖ-23Χ ξαφνιάστηκε και είπε αµέσως «Ε! Τι κάνεις, δεν µιλούσα στα σοβαρά νά ρωτήσεις κάτι τέτοιο». «Γιατί όχι;». «Γιατί και οι δυο µας γνωρίζουµε ότι η εντροπία δεν µπορεί να αντιστραφεί. ∆εν µπορείς να µετατρέψεις και πάλι καπνό και στάχτες σε δέντρο». «Έχετε δέντρα στον κόσµο σου;» ρώτησε ό ΜΚ- 17Ζ. Ο ήχος του Γαλαξιακού Α.Κ. τους ξάφνιασε, κάνοντάς τους νά σωπάσουν. Η φωνή του βγήκε λεπτή και όµορφη από τη µικρή µονάδα σύνδεσης στο τραπέζι. Είπε: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ. Ο ΒΖ-23Χ είπε: «Τα βλέπεις;». Και αµέσως µετά οι δύο άντρες επέστρεψαν στο θέµα της αναφοράς που θα έκαναν στο Γαλαξιακό Συµβούλιο.

Η διάνοια του Ζη Πράιµ διασκορπίστηκε στον νέο Γαλαξία µε ένα ελαφρό ενδιαφέρον στους πολυάριθµους στρόµβους των άστρων πού του έδιναν δύναµη. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε αυτόν τον Γαλαξία και αναρωτήθηκε αν θα τους έβλεπε, κάποτε, όλους. Ήταν τόσο πολλοί, ο καθένας τους µε το φορτίο του, την ανθρωπότητα που µετέφερε, ένα φορτίο που ήταν σχεδόν άχρηστο. Όλο και περισσότερο η πραγµατική ουσία των ανθρώπων συγκεντρωνόταν εδώ, έξω, στον διαστηµικό χώρο. Όχι σώµατα πια, παρά διάνοιες. Τα αθάνατα σώµατα παρέµειναν πίσω, επάνω στους πλανήτες, ακίνητα και άφθαρτα στο πέρασµα των αιώνων. Μερικές φορές κινούνταν για µία υλική ενεργοποίηση αλλά κι αυτό γινόταν όλο και πιο σπάνια. Πολύ λίγα νέα άτοµα είχαν τώρα πια δηµιουργηθεί για να προσχωρήσουν στο απίστευτα ισχυρό πλήθος, άλλ' αυτό δεν είχε σηµασία. ∆εν υπήρχε παρά ελάχιστος χώρος στο Σύµπαν για νέους ανθρώπους. Ο Ζη Πράιµ ξέφυγε από τον ρεµβασµό του, όταν ήρθε σε επαφή µε τη δαντελωτή ουσία µιας άλλης διάνοιας. «Είµαι ο Ζη Πράιµ» είπε ό Ζή Πράιµ, «Κι εσύ;». «Είµαι ο Ντη Σαµπ Ουάν. Ο Γαλαξίας σου;». «Τον αποκαλούµε απλά Γαλαξία, εσείς;». «Αποκαλούµε και τον δικό µας το ίδιο. Όλοι οι άνθρωποι αποκαλούν τον Γαλαξία τους, Γαλαξία και τίποτ' άλλο. Γιατί όχι;». «Πράγµατι. Μια και όλοι οι Γαλαξίες είναι το ίδιο». «Όχι όλοι οι Γαλαξίες. Σ' έναν ιδιαίτερο Γαλαξία ή φυλή του ανθρώπου θα πρέπει νά πρωτοδηµιουργήθηκε. Και αυτόν τον κάνει διαφορετικό». Ο Ζη Πράιµ είπε:: «Σε ποιον απ' όλους;». «∆εν µπορώ να πω. Ο παγκόσµιος Α.Κ. θα το ξέρει». «Τον ρωτάµε; Είµαι ξαφνικά περίεργος». Η αντίληψη του Ζη Πράιµ διευρύνθηκε µέχρις ότου οι ίδιοι οι Γαλαξίες συνεστάλησαν και έγιναν ένα νέο, περισσότερο, διάχυτο γαλάκτωµα σ' ένα µεγαλύτερο πλαίσιο. Τόσες πολλές εκατοντάδες δισεκατοµµυρίων Γαλαξίες, όλοι µε τα αθάνατα όντα τους, όλοι µεταφέροντας το φορτίο τους των νοηµόνων ατόµων, των οποίων οι διάνοιες περιφέρονταν άσκοπα και ελεύθερα στο διαστηµικό χώρο. Κι όµως, ένας απ' αυτούς ήταν µοναδικός ανάµεσα σ' όλους τους, γιατί ήταν ο πρωταρχικός Γαλαξίας. Ένας απ’ αυτούς είχε, στο ανώτερο και µακρινό παρελθόν, µία περίοδο, στην οποία ήταν ο µοναδικός Γαλαξίας που τον κατοικούσε ο άνθρωπος. Ο Ζη Πράιµ είχε κυριευτεί από την περιέργεια νά δει αυτον τον Γαλαξία και φώναξε δυνατά: «Παγκόσµιε Α.Κ. Από ποιον Γαλαξία κατάγεται ή ανθρωπότητα;». Ο Παγκόσµιος Α.Κ. τον άκουσε, µια και σε κάθε πλανήτη και σε κάθε σηµείο του διαστηµικού χώρου, είχε τους δέκτες του έτοιµους, και ό κάθε δέκτης οδηγούσε µέσω του Υπερδιαστήµατος σε κάποιο άγνωστο σηµείο, όπου ό Παγκόσµιος Α.Κ. παρέµενε µόνος του, διαχωρισµένος και µακρινός. Ο Ζη Πράιµ γνώριζε ένα µόνον άνθρωπο, του οποίου οι σκέψεις είχαν εισχωρήσει σε µικρή απόσταση από τον Παγκόσµιο Α.Κ. και του είχε πει ότι είδε µόνον µία αστραφτερή σφαίρα µε διάµετρο µισό περίπου µέτρο και δυσκολοδιάκριτη. «Αλλά πώς είναι δυνατόν αυτό και µόνον να αποτελεί τον Παγκόσµιο Α.Κ.;» είχε ρωτήσει ό Ζη Πράιµ. «Το µεγαλύτερο µέρος του» ήταν ή απάντηση, «βρίσκεται στο Υπερδιάστηµα. Σε τι κατάσταση είναι εκεί πέρα, ούτε πού µπορώ νά φανταστώ». Και ούτε κανένας άλλος µπορούσε, µια και είχε περάσει προ πολλού πια ό καιρός, το γνώριζε καλά αυτό ο Ζη Πράιµ, που οποιοσδήποτε άνθρωπος είχε οποιονδήποτε ρόλο στην κατασκευή ενός Παγκόσµιου Α.Κ. Ο κάθε Παγκόσµιος Α.Κ. σχεδίαζε και κατασκεύαζε τον αντικαταστάτη του. Ο καθένας τους, κατά τη διάρκεια της υπόστασής του, του ενός περίπου εκατοµµυρίου ετών, συγκέντρωνε τα απαραίτητα στοιχεία για να κατασκευάσει έναν καλύτερο και πιο πολύπλοκο, πιο ικανό αντικαταστάτη στον οποίον θα συγχωνεύονταν και τα δικά του στοιχεία και η δική του προσωπικότητα. Ο Παγκόσµιος Α.Κ. διέκοψε τις σκέψεις του Ζη Πράιµ, όχι µε λόγια αλλά µε την καθοδήγηση. Η διανοητικότητα του Ζη Πράιµ οδηγήθηκε µέσα στην αχνοφωτισµένη θάλασσα των Γαλαξιών και ένας ιδιαίτερα απ' αυτούς µεγεθύνθηκε σε άστρα. Μία σκέψη τότε έφθασε, απείρως µακρινή, αλλά και απείρως καθαρή. ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟΣ ΓΑΛΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Αλλά παρ' όλα αυτά ήταν το ίδιο όµοιος µε οποιονδήποτε άλλον και ο Ζη Πράιµ έπνιξε την απογοήτευσή του. Ο Ντη Σάµπ Ουάν, του οποίου η διάνοια είχε συντροφεύσει την άλλη, είπε ξαφνικά, «Και ένα απ’ αυτά τ' άστρα είναι µήπως το πρωταρχικό άστρο του ανθρώπου;» Ο Παγκόσµιος Α.Κ. είπε: ΤΟ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟ ΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΧΕΙ ΜΕΤΑΤΡΑΠΕΙ ΣΕ ΝΟΒΑ. ΕΙΝΑΙ ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΕΝΑ ΑΣΤΡΟ ΛΕΥΚΟΣ ΝΑΝΟΣ. «Και οι άνθρωποι του συστήµατός του πέθαναν;» ρώτησε ο Ζη Πράιµ, ξαφνιασµένος. Χωρίς νά σκεφτεί ο Παγκόσµιος Α.Κ. είπε: ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, ΟΠΩΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΑΡΟΜΟΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΚΕ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΤΟΥΣ ΣΩΜΑΤΑ. «Ναι, βέβαια», είπε ο Ζη Πράιµ, αλλά παρ' όλα αυτά µία αίσθηση απώλειας τον κατακυρίευσε. Η διάνοιά του απελευθέρωσε την εικόνα του Πρωταρχικού Γαλαξία του Ανθρώπου, την άφησε νά επιστρέψει πίσω και νά χαθεί ανάµεσα στα άλλα δυσδιάκριτα φωτεινά σηµεία. ∆εν ήθελε νά τον ξαναδεί ποτέ πια. Ο Ντη Σαµπ Ούάν, είπε: «Τι τρέχει;Τ' άστρα πεθαίνουν. Το πρωταρχικό άστρο πέθανε. Πρέπει νά πεθάνουν κάποτε όλα. Γιατί όχι;». «Ναι αλλά, όταν όλη ή ενέργεια έχει διασκορπιστεί, τα σώµατά µας θα πεθάνουν κι αυτά στο τέλος, και µαζί τους εσύ κι εγώ». «Θα περάσουν δισεκατοµµύρια χρόνια». «∆εν θέλω όµως νά συµβεί κάτι τέτοιο ακόµη κι αν περάσουν δισεκατοµµύρια χρόνια. Παγκόσµιε Α.Κ.! Πώς είναι δυνατόν νά συγκρατηθούν τα άστρα από τον θάνατο;», Ο Ντη Σαµπ Ουάν είπε διασκεδάζοντας. «Μα εσύ ρωτάς πώς µπορεί νά αλλάξει διεύθυνση ή εντροπία» και ό Παγκόσµιος Α.Κ. απάντησε: ∆ΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΚΟΜΗ ΑΡΚΕΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΤ ΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ. Οι σκέψεις τού Ζη Πράιµ τότε επέστρεψαν στον δικό του Γαλαξία. ∆εν ξανασκέφτηκε ούτε στιγµή τον Ντη Σαµπ Ουάν, του οποίου το σώµα ίσως να περίµενε σ' έναν Γαλαξία ένα τρισεκατοµµύριο έτη φωτός µακριά, ή και στο γειτονικό ακόµη άστρο του ίδιου του Ζη Πράιµ. ∆εν είχε όµως, καµιά σχέση. ∆ύσθυµα ο Ζη Πράιµ άρχισε να συλλέγει µεσοαστρικό υδρογόνο, από το οποίο θα έφτιαχνε ένα δικό του µικρό άστρο. Εάν τα άστρα πρέπει κάποια µέρα νά πεθάνουν, τουλάχιστον µερικά µπορούσαν ακόµη νά δηµιουργηθούν. Ο άνθρωπος βρέθηκε µε τον εαυτό του, γιατί κατά κάποιον τρόπο ο άνθρωπος ήταν διανοητικά µία µονάδα. Τον αποτελούσαν ένα τρισεκατοµµύριο τρισεκατοµµύρια τρισεκατοµµυρίων αγέραστα σώµατα, το καθένα στον τόπο του, το καθένα αναπαυόµενο ήσυχο και αδιάφθορο και το καθένα το φρόντιζαν τέλεια, αυτόµατα ροµπότ, το ίδιο αδιάφθορα, ενώ οι διάνοιες όλων των σωµάτων ελεύθερα συγχωνεύονταν η µία µε την άλλη, αδιάκριτα χωρίς διαχωρισµό. Και ο άνθρωπος είπε: «Το Σύµπαν πεθαίνει». Ο άνθρωπος κοίταξε γύρω τους αµυδρούς γαλαξίες. Τα άστρα γίγαντες, τα σπάταλα άστρα, είχαν χαθεί προ πολλού, πίσω στο αµυδρότερο από το αµυδρό παρελθόν. Σχεδόν όλα τα άστρα που απέµειναν ήταν πια λευκοί νάνοι, ξεθωριασµένα εξαφανίζονταν κι αυτά βαθµηδόν. Νέα άστρα είχαν δηµιουργηθεί από τη µεσοαστρική σκόνη, µερικά από τις φυσικές διαδικασίες, µερικά από τον ίδιο τον άνθρωπο, άλλα και αυτά εξαφανίζονταν σιγά-σιγά. Ίσως ήταν δυνατόν κάπως νά συντρίβονταν οι λευκοί νάνοι και, µε τις πανίσχυρες δυνάµεις που θα απελευθερώνονταν, νέα άστρα να µπορούσαν νά δηµιουργηθούν, αλλά κι έτσι θα µπορούσε να δηµιουργηθεί ένα µόνον άστρο για κάθε χίλιους κατεστραµµένους λευκούς νάνους. Ακόµη όµως κι αυτά τα άστρα θα έφταναν στο τέλος τους. Ο άνθρωπος είπε «Με την πιο προσεκτική φειδώ και µε τις οδηγίες του Κοσµικού Α.Κ., η ενέργεια που έχει ακόµη αποµείνει σ' όλο το Σύµπαν θα διαρκέσει για δισεκατοµµύρια χρόνια». «Εν τούτοις» είπε ο άνθρωπος «τελικά τα πάντα θα πάρουν κάποιο τέλος. Οσοδήποτε φειδωλά κι αν χρησιµοποιηθεί, οσοδήποτε κι αν παραταθεί, η ενέργεια  εφόσον έχει χρησιµοποιηθεί δεν µπορεί νά αναγεννηθεί. Η εντροπία πρέπει να αυξάνεται συνεχώς µέχρις ότου· φθάσει το µέγιστο». Ο άνθρωπος είπε «∆εν θα µπορούσε άραγε να αντιστραφεί η εντροπία; Ας ρωτήσουµε τον Κοσµικό Α.Κ.». Ο Κοσµικός Α.Κ. τους περιέβαλε αλλά όχι στον διαστηµικό χώρο. Ούτε το ελαχιστότατο τµήµα του δεν βρισκόταν στον διαστηµικό χώρο. Ήταν ολόκληρος στο Υπερδιάστηµα Και αποτελείτο από κάτι πού δεν ήταν ούτε ύλη ούτε ενέργεια. Το θέµα του µεγέθους του και της φύσης του δεν είχε πια καµία έννοια, µε δεδοµένα τα οποία θα µπορούσε ο άνθρωπος να κατανοήσει. «Κοσµικέ Α.Κ.» είπε ο άνθρωπος, «πώς θα ήταν δυνατόν νά αντιστραφεί η εντροπία;». Ο Κοσµικός Α.Κ. είπε: ∆ΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΚΟΜΗ ΑΡΚΕΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ. Ο άνθρωπος είπε «Συγκέντρωσε τα συµπληρωµατικά στοιχεία». Ο Κοσµικός Α.Κ. είπε: ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΩ. ΕΧΩ Η∆Η ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΩ ΤΑ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙ ΕΚΑΤΟ ∆ΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ. ΟΙ ΠΡΟΚΑΤΟΧΟΙ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ ΕΧΟΥΜΕ ΕΡΩΤΗΘΕΙ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΡΩΤΗΣΗ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ. ΟΛΑ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΑΝΕΠΑΡΚΗ. «Θα έρθει όµως ο καιρός κάποτε» είπε ο άνθρωπος «όταν τα στοιχεία θα είναι αρκετά ή το πρόβληµα είναι άλυτο κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες;», Ο Κοσµικός Α.Κ. είπε: ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ∆ΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΥΤΟ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΟΠΟΙΕΣ∆ΗΠΟΤΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ. Ο άνθρωπος είπε «Πότε θα έχεις αρκετά στοιχεία για να απαντήσεις στην ερώτηση;» Ο Κοσµικός Α.Κ. είπε: ∆ΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΚΟΜΗ ΑΡΚΕΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ. «Θα συνεχίσεις όµως νά προσπαθείς;» ρώτησε ό άνθρωπος. Ο Κοσµικός Α.Κ. είπε: ΝΑΙ. Ο Άνθρωπος είπε «Θα περιµένουµε».

Τα άστρα και oι Γαλαξίες πέθαναν και σβήστηκαν για πάντα, και το Διάστηµα σκοτείνιασε µετά από διαρροή δέκα τρισεκατοµµυρίων χρόνων. Ο ένας τον άλλον, ο άνθρωπος συγχωνεύθηκε και ενώθηκε µε τον Α.Κ., το καθένα από τα φυσικά σώµατα έχανε τη διανοητική του ιδιότητα µε έναν τρόπο πού ήταν κάπως όχι απώλεια αλλά κέρδος. Η τελευταία διάνοια του ανθρώπου σταµάτησε λίγο πριν από τη συγχώνευση, κοιτάζοντας γύρω τον διαστηµικό χώρο που δεν περιλάµβανε παρά τα αποµεινάρια ενός τελευταίου σκοτεινού άστρου και τίποτε άλλο εκτός από τροµερά λεπτή ύλη, πού κι αυτή ταραζόταν τυχαία από τα υπολείµµατα της θερµότητας πού διασκορπιζόταν, ασυµπτωτικά, σε µια ισορροπηµένη κατανοµή που έφθανε το απόλυτο µηδέν. Ο άνθρωπος είπε «Α.Κ. αυτό είναι το τέλος; θα µπορούσε αυτό το χάος νά αντιστραφεί και νά ξαναµετατραπεί σε Σύµπαν; ∆εν µπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;». Ο Α.Κ. είπε: ∆ΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΚΟΜΗ ΑΡΚΕΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ. Η τελευταία διάνοια του ανθρώπου συγχωνεύτηκε κι αυτή, και µόνον ο Α.Κ. υπήρχε — Και αυτός στο Υπερδιάστηµα. Η ύλη και ή ενέργεια είχαν τελειώσει και µαζί τους ο χώρος και ο χρόνος. Ακόµη και ο Α.Κ. υπήρχε µόνον χάρη στη µία τελευταία ερώτηση, στην οποία δεν είχε ποτέ δώσει απάντηση από τον καιρό που ένας µισοµεθυσµένος επιµελητής του κοµπιούτερ πριν από δέκα τρισεκατοµµύρια χρόνια είχε κάνει την ερώτηση σε έναν κοµπιούτερ που είχε λιγότερη σχέση από ό,τι ένας άνθρωπος είχε στον άνθρωπο. Όλες οι άλλες ερωτήσεις είχαν πάρει απάντηση Και µέχρις ότου αυτή η τελευταία ερώτηση θα έβρισκε την απάντησή της επίσης, ο Α.Κ. δεν µπορούσε να ελευθερώσει τη συναίσθησή του. Όλα τα στοιχεία που µπορούσε να συλλέξει είχαν τελειώσει. ∆εν υπήρχε κανένα άλλο πια. Αλλά όλα τα στοιχεία είχαν ακόµη να συνδυασθούν πλήρως Και να τοποθετηθούν µαζί σε όλες τις πιθανές σχέσεις Και συνδυασµούς. Μια χρονικά απροσδιόριστη περίοδος δαπανήθηκε Για να γίνει αυτό. Και έφτασε να πληρωθεί ο καιρός ώστε ο Α.Κ. να µπορέσει να µάθει πώς να αντιστρέψει την κατεύθυνση της εντροπίας. Αλλά δεν υπήρχε πια κανένας άνθρωπος, στον οποίον ο Α.Κ. θα µπορούσε να δώσει την απάντηση στην τελευταία ερώτηση. ∆εν είχε όµως σηµασία. Η απάντηση — Και η απόδειξη — θα συµπεριλάµβανε και αυτό. Για µια ακόµη χρονικά απροσδιόριστη περίοδο, ο Α.Κ. σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα να το εκτελέσει. Προσεκτικά ο Α.Κ. οργάνωσε το πρόγραµµα. Η συναίσθηση του Α.Κ., πού συµπεριλάµβανε τα πάντα, το κάθε τι πού ήταν κάποτε το Σύµπαν, περιφερόταν πάνω απ' αυτό πού ήταν τώρα, Χάος. Βήµα προς βήµα, θα πρέπει νά εκτελεστεί. Και ο Α.Κ. είπε: ΓΕΝΝΗΘΗΤΩ ΦΩΣ: Και εγένετο φως

19 -Μπέρτολτ Μπρεχτ «Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ»


1

 Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,
ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,
λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,
εσκότωσε το παιδί της ως εξής:
Σ’ ένα κατώι -λέει- σαν ήταν δυο μηνών,
να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως - όπως,
με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.
Πόνεσε, λέει, πολύ – όμως χαμένος κόπος.
              Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
              γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

2
Πλήρωσε ωστόσο -λέει- ό,τι είχε συμφωνήσει.
Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,
τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο
που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.
Το φούσκωμα φαινόταν πια ξεκάθαρα,
κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.
Ψήλωσε, ωστόσο – λέει. Και προσεύχονταν
στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.
                Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
                γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

3
Μα οι προσευχές της πήγανε του κάκου.
Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα
στον όρθρο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας
καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.
Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση
ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,
γιατί κανείς ποτέ δε φανταζότανε
πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.
                Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
                γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

4
Τη μέρα κείνη -λέει- τη χαραυγή,
καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,
άγρια νύχια της ξεσκίσαν την κοιλιά.
Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.
Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας
κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει
πως έφτασε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε
η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.
                Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
                γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

5
Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:
χιόνι είχε πέσει κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.
Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατέλειωτη ήταν μέρα.
Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.
Και γέννησε -όπως λέει- ένα αγόρι.
Όμοιο ήταν μ’ όλα τ’ άλλα αγόρια.
Μόνο που αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.
               Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
               γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

6
Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει
την ιστορία για κείνο το παιδί
(λέει πως δε θέλει τίποτα να κρύψει),
κι έτσι θα δούμε τι είμ’ εγώ και τι είσαι συ.
Λέει πώς μόλις πήγε στο κρεβάτι,
αναγούλες τήνε πιάσανε και ρίγη.
Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,
με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.
               Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
               γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

7
Μ’ όσες της απομένανε δυνάμεις
-η κάμαρά της ήταν κιόλας παγωμένη-
σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,
δε θυμάται πια) κι εκεί, παρατημένη,
γέννησε, τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,
ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,
μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,
γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.
               Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
               γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

8
Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει
-και μόνο τότε- να κλαίει αρχινάει το παιδί.
Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,
που με τις δυο γροθιές της, σαν τυφλή,
το χτύπαε και το χτύπαε, μέχρι να βουβαθεί.
Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό
μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,
και, το πρωί, τό’ κρυψε μες στο πλυσταριό.
               Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
               γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

9
Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,
στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,
κοριτσομάνα*, καταδικασμένη,
του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.
Σεις, που γεννάται σε κρεβάτια πεντακάθαρα
και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός,
μη ρίχτε στους αδύναμους τ’ ανάθεμα.
Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.
             Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
             γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

[Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης]

* Στο πρωτότυπο Ledige (άγαμη)